Στις εκτροφές αιγοπροβάτων, ορισμένα προβλήματα εμφανίζονται αθόρυβα αλλά εξελίσσονται γρήγορα σε πηγή σημαντικής οικονομικής ζημιάς. Ένα από αυτά είναι η ουρολιθίαση, ένα μεταβολικό νόσημα στενά συνδεδεμένο με τη διατροφή και την πρόσληψη νερού. Η νόσος εμφανίζεται συχνότερα στα παχυνόμενα ζώα και ιδιαίτερα στα αρσενικά, επηρεάζοντας την υγεία τους και τη λειτουργία της εκμετάλλευσης. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει έντονο πόνο στα ζώα και να εξελιχθεί ακόμη και σε θανατηφόρο περιστατικό.
Πώς δημιουργείται το πρόβλημα και ποια ζώα κινδυνεύουν περισσότερο
Η ουρολιθίαση οφείλεται στον σχηματισμό ουρολίθων που φράζουν ή τραυματίζουν την ουρήθρα, εμποδίζοντας τη φυσιολογική αποβολή των ούρων. Οι πέτρες αυτές δημιουργούνται όταν το σιτηρέσιο είναι πλούσιο σε ανόργανα στοιχεία όπως ασβέστιο, φώσφορο και μαγνήσιο, ειδικά όταν δεν συνοδεύεται από επαρκή κατανάλωση νερού. Ζώα που λαμβάνουν πολλούς καρπούς και μίγματα σε σχέση με χονδροειδείς ζωοτροφές είναι πιο επιρρεπή, όπως και εκείνα που πίνουν νερό χαμηλής ποιότητας ή νερό με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα.
Ιδιαίτερα ευαίσθητα είναι τα αρσενικά αιγοπρόβατα και ακόμη περισσότερο τα ευνουχισμένα, λόγω των ανατομικών τους ιδιαιτεροτήτων. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε εποχή όταν η διατροφή δεν είναι ισορροπημένη, αλλά πιο συχνά κάνει την εμφάνισή της τον χειμώνα, όταν τα ζώα καταναλώνουν λιγότερο νερό και περισσότερες συμπυκνωμένες ζωοτροφές. Στα παχυνόμενα αρσενικά το πρόβλημα είναι τόσο συχνό ώστε να φτάνει έως και το 20% του πληθυσμού, προκαλώντας σημαντικές απώλειες.
Συμπτώματα και διάγνωση της ουρολιθίασης
Η ουρολιθίαση συνήθως εκδηλώνεται μία έως δύο εβδομάδες μετά την κατανάλωση του σιτηρεσίου που ευθύνεται για την εμφάνιση της νόσου. Στην αρχή τα ζώα παρουσιάζουν ανησυχία, άγχος ή και κοιλιακό πόνο, ενώ στη συνέχεια δυσκολεύονται να ουρήσουν, σηκώνουν συχνά την ουρά και χτυπούν την κοιλιά τους από τη δυσφορία. Όταν καταφέρνουν να ουρήσουν, τα ούρα μπορεί να έχουν κόκκινη απόχρωση λόγω της παρουσίας αίματος. Σε προχωρημένα στάδια παρατηρείται μειωμένη όρεξη, τάση απομόνωσης και, στις αίγες, έντονο βέλασμα και συστροφή της ουράς. Αν δεν υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση, η νόσος μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο.
Παρότι τα συμπτώματα δίνουν μια πρώτη ένδειξη, η διάγνωση που βασίζεται μόνο στην παρατήρησή τους είναι δύσκολη και συχνά αβέβαιη. Για πιο ασφαλή επιβεβαίωση απαιτούνται εξετάσεις όπως υπερηχογράφημα, ακτινογραφίες, καθώς και χημικές και βιοχημικές αναλύσεις αίματος και ούρων των ζώων που θεωρείται ότι νοσούν. Σε περίπτωση θανάτου, η διάγνωση μπορεί να ολοκληρωθεί με νεκροψία.
Τι μπορεί να γίνει για την πρόληψη
Η πρόληψη στοχεύει κυρίως στον έλεγχο της διατροφής και της ποιότητας του νερού. Η αναλογία ασβεστίου προς φώσφορο πρέπει να είναι κατάλληλη – για παράδειγμα, το ασβέστιο να είναι διπλάσιο του φωσφόρου στο σιτηρέσιο. Όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, υπάρχει δυνατότητα ενσωμάτωσης ουσιών στα μίγματα, όπως χλωριούχο αμμώνιο (0,5%) ή χλωριούχο κάλιο (4–5%), πάντα με σύμφωνη γνώμη κτηνιάτρου ή γεωπόνου.
Στα ζώα που βόσκουν, το πρόβλημα συχνά σχετίζεται με κατανάλωση χώματος. Η χορήγηση αλατιού και η παροχή άφθονου καθαρού νερού βοηθούν στην αποβολή των αλάτων και στη μείωση του κινδύνου σχηματισμού ουρολίθων. Η επαρκής ποσότητα νερού καλής ποιότητας –με συχνή αλλαγή στις ποτίστρες ή χρήση αυτόματων συστημάτων– αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης. Το καλοκαίρι, η τοποθέτηση των ποτίστρων σε σκιά μπορεί να ενισχύσει την πρόσληψη νερού.
Θεραπευτικές επιλογές ανάλογα με το στάδιο
Η θεραπεία εξαρτάται από το σημείο όπου βρίσκεται ο ουρόλιθος και το μέγεθός του. Στα αρχικά στάδια, όταν δεν υπάρχει τραυματισμός της ουρήθρας, μπορεί να εφαρμοστεί αγωγή με τεστοστερόνη και στη συνέχεια μυοχαλαρωτικά ή διουρητικά, ώστε ο ουρόλιθος να αποβληθεί με τα ούρα. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό, εξετάζεται η χειρουργική επέμβαση, ανάλογα με την περίπτωση και τις δυνατότητες αντιμετώπισης.
Ένα ζήτημα που απαιτεί προσοχή
Η ουρολιθίαση δεν είναι ένα περιστατικό που «ξεπερνιέται» εύκολα, μπορεί να εξελιχθεί γρήγορα και να κοστίσει τόσο σε ζώα όσο και στο εισόδημα της εκμετάλλευσης. Όσο πιο άμεσα αντιληφθεί ο κτηνοτρόφος τις αλλαγές στη συμπεριφορά των ζώων του και όσο πιο προσεκτικά διαχειριστεί τις καθημερινές τους ανάγκες, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να αποφύγει τις δύσκολες συνέπειες της νόσου.
Η έγκαιρη επικοινωνία με τον κτηνίατρο, η σταθερή παρακολούθηση του κοπαδιού και οι σωστές πρακτικές στη διατροφή και την παροχή νερού παραμένουν οι πιο αποτελεσματικοί σύμμαχοι. Με αυτά τα εργαλεία, ο παραγωγός μπορεί να προστατεύσει τα ζώα του και να κρατήσει την εκμετάλλευση σε ομαλή λειτουργία, ακόμη και σε περιόδους που ο κίνδυνος εμφάνισης του προβλήματος είναι μεγαλύτερος.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 4/2018, Τ. Χατζηγεωργίου, σελ. 79–80