Βρισκόμαστε προς τα τέλη Οκτωβρίου και το σπανάκι βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο των φθινοπωρινών καλλιεργειών. Παρά τη σταθερότητα που δείχνει τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγοί συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις — άλλοι από τις καιρικές συνθήκες και τη λειψυδρία, άλλοι από το αυξημένο κόστος και τη δυσκολία εξεύρεσης εργατικών χεριών.
Σταθερή πορεία για το νωπό σπανάκι
Ο κ. Κωνσταντινίδης Θεόδωρος, υπεύθυνος στον «Λαχανοκήπο», περιγράφει μια καλλιέργεια που αυτή την περίοδο εξελίσσεται ομαλά. Όπως αναφέρει, η συγκομιδή του σπανακιού είναι συνεχής, με διακοπή μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν οι υψηλές θερμοκρασίες καθιστούν αδύνατη την παραγωγή.
«Η σπορά εξελίχθηκε κανονικά και τώρα συνεχίζεται ομαλά και η συγκομιδή», επισημαίνει, σημειώνοντας πως υπάρχει σταθερή ζήτηση για σπανάκι, ενώ οι αποδόσεις είναι περίπου ίδιες με την περσινή φθινοπωρινή περίοδο.
Όσον αφορά την τιμή, ο ίδιος αναφέρει πως το νωπό σπανάκι κυμαίνεται από 0,30 έως 0,50–0,60 ευρώ το κιλό, ανάλογα με τις συνθήκες και τη διαθεσιμότητα.
Παρ’ όλη τη φαινομενική σταθερότητα, η καλλιέργεια χαρακτηρίζεται από μεγάλες απαιτήσεις. «Είναι απαιτητική καλλιέργεια, μαζεύεται με το χέρι. Η συγκομιδή ίσως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά του», υπογραμμίζει, εξηγώντας πως τα εργατικά είναι και ακριβά και δυσεύρετα.
Το αυξημένο κόστος παραγωγής αποτελεί επίσης σημαντική πρόκληση. «Τα έξοδα καλλιέργειας, όπως ο σπόρος και οι επεμβάσεις, έχουν ανέβει», αναφέρει. Το αποτέλεσμα είναι «αρκετοί παραγωγοί να βρίσκονται οριακά, προσπαθώντας να ισορροπήσουν τα έξοδα με τα έσοδα».
Κλείνοντας, ο κ. Κωνσταντινίδης τονίζει τη σημασία της εμπειρίας και της συνεργασίας για τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με το προϊόν:
«Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κάποιος το αντικείμενο με το οποίο θα ασχοληθεί και να έχει υποστήριξη από παλιούς παραγωγούς που καλλιεργούν χρόνια το προϊόν».
Δύσκολη χρονιά για το βιολογικό σπανάκι
Ο κ. Μούσμουλας Αστέριος, παραγωγός βιολογικού σπανακιού και μέλος της Ένωσης Αγροτών Βιοκαλλιεργητών Βόρειας Ελλάδας, περιγράφει μια ιδιαίτερα απαιτητική χρονιά για την καλλιέργεια. Το σπανάκι, όπως εξηγεί, σπάρθηκε τέλη και μέσα Αυγούστου και η παραγωγή αναμένεται να διαρκέσει «μέχρι και το Πάσχα».
Φέτος, όμως, «είναι πολύ χάλια χρονιά», καθώς το φύτρωμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Η λειψυδρία επηρέασε έντονα την ανάπτυξη των φυτών, ενώ, όπως λέει, «λόγω των πρόσφατων βροχών, κάποια αρχίζουν και φυτρώνουν τώρα από τη σπορά του Αυγούστου». Παρ’ όλα αυτά, ενώ «θα έπρεπε να είμαστε στο στάδιο της συγκομιδής, βρισκόμαστε ακόμα στη φυτρωτικότητα» και μόλις «το 20–30% της παραγωγής έχει μεγαλώσει και είναι έτοιμο προς πώληση, αντί για 70–80%».
Ένα ακόμη εμπόδιο είναι τα ζιζάνια, αφού στη βιολογική καλλιέργεια «δεν μπορείς να ραντίσεις». Όπως λέει, «τα χορτάρια πνίγουν την καλλιέργεια, γιατί μεγαλώνουν πιο γρήγορα από το σπανάκι». Για να το αντιμετωπίσει, προτείνει γραμμική καλλιέργεια, ώστε να μπορεί να μπαίνει με μηχανήματα: «Αν το ρίξεις χύμα, πρέπει να τα κάνεις όλα με το χέρι». Παράλληλα, εφαρμόζει αμειψισπορές με χειμερινά σιτηρά, που «βοηθούν να πνιγούν τα βλαβερά χορτάρια».
Στη βιολογική γεωργία, όπως υπενθυμίζει, «απαγορεύονται οι ψεκασμοί για τα χορτάρια». Για προστασία από ασθένειες ή έντομα, χρησιμοποιεί «κάποιους χαλκούς που επιτρέπονται», αλλά συχνά το αποφεύγει, «γιατί είναι επιπλέον έξοδα». Η παραγωγή είναι μειωμένη σε σχέση με πέρυσι. «Ποσοστιαία δεν είμαστε ούτε στα μισά», αναφέρει, «μας πείραξε πολύ η έλλειψη νερού». Ωστόσο, η έλλειψη ποσότητας φαίνεται να ανεβάζει την τιμή, που φέτος κυμαίνεται «από 2,00 έως 3,50 ευρώ το κιλό».
Παρά τις δυσκολίες, θεωρεί πως «αξίζει η στροφή στη βιολογική καλλιέργεια, γιατί ο κόσμος τα προτιμάει». Το χαρακτηρίζει ως προϊόν που αφήνει κέρδος, αρκεί ο παραγωγός «να βρει τρόπους να κάνει τη δουλειά του πιο εύκολη μέσα στα πλαίσια του βιολογικού» και να έχει υπομονή στη συγκομιδή, «καθώς γίνεται όλη στο χέρι και είναι πολύ επίμονη δουλειά».
Κλείνοντας, επισημαίνει την ανάγκη για πιο εντατικούς ελέγχους στον κλάδο:
«Αυτοί που όντως καλλιεργούν βιολογικά να δικαιώνονται και να μην πωλείται κάτι χωρίς να είναι βιολογικό, μόνο και μόνο επειδή πουλάει».
Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, ίδιος στόχος
Παρά τις διαφορετικές συνθήκες, το κοινό μήνυμα και των παραγωγών είναι η ανθεκτικότητα της καλλιέργειας και η ανάγκη στήριξης των ανθρώπων που τη στηρίζουν καθημερινά.
Το σπανάκι, είτε συμβατικό είτε βιολογικό, παραμένει βασικό κομμάτι της ελληνικής παραγωγής — με τον ίδιο ζήλο, αλλά και με αυξανόμενες απαιτήσεις. Η φετινή χρονιά κυλά με αντιθέσεις: άλλοι παραγωγοί βλέπουν σταθερότητα, άλλοι απώλειες· όλοι όμως συνεχίζουν με τον ίδιο σκοπό — να κρατήσουν ζωντανή μια καλλιέργεια που παραδοσιακά τροφοδοτεί τα ελληνικά τραπέζια.