Στον ΑγροΤύπο μιλά ο γεωπόνος της ΔΑΟΚ Δράμας, Κ. Σίμογλου, τονίζοντας ότι η περίοδος μετά τη συγκομιδή του αραβόσιτου είναι καθοριστική για την επόμενη χρονιά. «Τώρα είναι η φάση στην οποία οι παραγωγοί θα έπρεπε να προετοιμάσουν τα χωράφια τους», σημειώνει.
Αν και πολλοί θεωρούν ότι η φροντίδα τελειώνει με το πέρασμα της θεριζοαλωνιστικής, στην πραγματικότητα το χωράφι χρειάζεται σωστή διαχείριση αμέσως μετά τη συγκομιδή, ώστε να είναι έτοιμο και πιο υγιές για την επόμενη καλλιέργεια.
Καταστροφή υπολειμμάτων και αναστροφή του εδάφους
Το πρώτο βήμα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η στελεχοκοπή και το παράχωμα των υπολειμμάτων.
«Η διαδικασία πρέπει να γίνει άμεσα, ώστε τα φυτικά υπολείμματα να ενσωματωθούν στο έδαφος και να αποδομηθούν φυσικά. Όταν μένουν στην επιφάνεια, δεν αποδομούνται εύκολα και δίνουν τη δυνατότητα σε μολύσματα ασθενειών να παραμείνουν και να επανεμφανιστούν την επόμενη χρονιά», σημειώνει.
Η ενσωμάτωση της καλαμιάς συμβάλλει επίσης στη βελτίωση της οργανικής ουσίας και της δομής του εδάφους, κάτι που μεταφράζεται σε πιο «ζωντανό» χωράφι και καλύτερη θρεπτική ισορροπία για την επόμενη καλλιέργεια.
«Αντίθετα, η καύση της καλαμιάς δεν ωφελεί», τονίζει ο γεωπόνος, εξηγώντας ότι δεν μειώνει τους πληθυσμούς εντόμων ή ασθενειών και ταυτόχρονα καταστρέφει τη δομή του εδάφους και τους ωφέλιμους μικροοργανισμούς.
Η αμειψισπορά ως φυσικό «φρένο»
Η εναλλαγή των καλλιεργειών παραμένει το πιο φυσικό και αποτελεσματικό προληπτικό μέτρο.
Όπως εξηγεί ο Κ. Σίμογλου, «με την αμειψισπορά διακόπτεται ο κύκλος ζωής των παθογόνων και των εντόμων. Το χωράφι “ξεκουράζεται” και επανέρχεται πιο ισορροπημένο».
Στην περίπτωση του Diabrotica virgifera, που τρέφεται αποκλειστικά από τις ρίζες του αραβοσίτου, η αλλαγή καλλιέργειας για τουλάχιστον ένα έτος αρκεί για να μηδενιστεί ουσιαστικά ο πληθυσμός του εντόμου.
«Αν το ίδιο χωράφι σπαρθεί ξανά με καλαμπόκι, τότε οι προνύμφες βρίσκουν ξενιστή και ο πληθυσμός του εντόμου ξανανεβαίνει. Αν όμως αλλάξει καλλιέργεια, ο κύκλος σπάει και το πρόβλημα εξαφανίζεται», τονίζει.
Η ίδια λογική ισχύει και για μυκητολογικές ασθένειες του φυλλώματος, όπως το ελμινθοσπόριο, που επιβιώνει στα υπολείμματα του φυτού. Όταν το έδαφος αναστραφεί και το επόμενο έτος σπαρθεί με άλλη καλλιέργεια, τα μολύσματα δεν βρίσκουν πλέον κατάλληλο ξενιστή και εξαλείφονται φυσικά.
«Η αμειψισπορά είναι στην ουσία μια φυσική απολύμανση του χωραφιού», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, βελτιώνει τη δομή και τη γονιμότητα του εδάφους, καθώς αλλάζουν οι απαιτήσεις σε θρεπτικά και ριζικό σύστημα, δίνοντας την ευκαιρία στο χωράφι να “αναπνεύσει”.
Η σύσταση, όπως τονίζει ο γεωπόνος, είναι ξεκάθαρη: «Όπου έχουν παρατηρηθεί έντονες προσβολές, είτε από έντομα είτε από ασθένειες του φυλλώματος, το χωράφι δεν πρέπει να ξανασπαρεί με καλαμπόκι για τουλάχιστον ένα έτος. Η εναλλαγή είναι το πρώτο και πιο αποδοτικό μέτρο πρόληψης.»
Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η αμειψισπορά είναι δύσκολη ή οικονομικά μη εφικτή.
Για όσους επιλέξουν να σπείρουν και πάλι αραβόσιτο στο ίδιο χωράφι, απαιτείται αυστηρή παρακολούθηση — τόσο για τυχόν ενδείξεις παρουσίας του Diabrotica virgifera ή άλλου εντομολογικού εχθρού, όσο και για προσβολές από κάποιο παθογόνο.
«Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται συνεχής επιτήρηση και, όπου διαπιστώνεται πρόβλημα, στοχευμένες επεμβάσεις στη σπορά με χρήση κοκκωδών εντομοκτόνων», εξηγεί ο κ. Σίμογλου.
Η συστηματική παρακολούθηση του πληθυσμού των εντόμων είναι, όπως λέει, το κλειδί για να αποφευχθούν άσκοπες επεμβάσεις και περιττά κόστη.
Τι μπορεί να ακολουθήσει μετά το καλαμπόκι;
Ανάλογα με το πλάνο κάθε παραγωγού, υπάρχουν δύο βασικές κατευθύνσεις:
Αν ακολουθήσει χειμερινή καλλιέργεια (σιτηρά):
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνει άμεσα μετά τη συγκομιδή, όσο υπάρχει υγρασία.
Το όργωμα και το παράχωμα των υπολειμμάτων είναι κρίσιμα, γιατί επιταχύνουν την αποδόμηση της καλαμιάς και περιορίζουν τις εστίες ασθενειών.
«Αν μείνουν τα υπολείμματα στην επιφάνεια, σκληραίνουν και το πρόβλημα μεταφέρεται την επόμενη χρονιά», εξηγεί ο κ. Σίμογλου.
Αν προγραμματίζεται εαρινή καλλιέργεια (π.χ. αραβόσιτος, βαμβάκι):
Προτείνεται η σπορά ψυχανθών, όπως βίκος ή φακή, που λειτουργούν ως χλωρή λίπανση και δέσμευση αζώτου.
«Το ψυχανθές κρατά το έδαφος καλυμμένο και “ζωντανό”, βελτιώνει τη δομή του και αυξάνει τη γονιμότητά του», σημειώνει.
Αν δεν υπάρχει δυνατότητα για ψυχανθές, η φυσική βλάστηση παραμένει χρήσιμη, αρκεί το χωράφι να μην μένει γυμνό κατά τον χειμώνα.
Η κάλυψη του εδάφους είναι πλέον υποχρεωτική στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας, καθώς αποτρέπει τη διάβρωση και τις απώλειες αζώτου, σύμφωνα με τον γεωπόνο.
Ωστόσο, αρκετοί παραγωγοί εξακολουθούν να αφήνουν τα χωράφια ακάλυπτα μετά τη συγκομιδή, μια πρακτική που —όπως επισημαίνει— μειώνει τη γονιμότητα και εντείνει τον κίνδυνο απωλειών θρεπτικών στοιχείων.
Η διαχείριση μετά τη συγκομιδή
Η φροντίδα του χωραφιού δεν τελειώνει με τη συγκομιδή – εκεί αρχίζει. Η σωστή διαχείριση των υπολειμμάτων, η αποφυγή της καύσης και η σωστή εναλλαγή καλλιεργειών χτίζουν σταδιακά ένα πιο ανθεκτικό και παραγωγικό έδαφος.

