Σε μια περίοδο όπου οι πιέσεις από ανθεκτικά ζιζάνια αυξάνονται και οι παραγωγοί αναζητούν πιο βιώσιμες λύσεις, η σωστή στρατηγική διαχείρισης αποκτά καθοριστική σημασία για την επιτυχία της καλλιέργειας.
Ο κ. Ηλίας Σ. Τραυλός, Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωργίας – Ζιζανιολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΓΠΑ) και Αντιπρόεδρος της European Weed Research Society (EWRS), μιλά στον ΑγροΤύπο για τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σκληρό σιτάρι καθώς και τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά από τα ζιζάνια.
Με την εμπειρία και την επιστημονική του γνώση, αναλύει ποια είδη κυριαρχούν στους αγρούς, ποια λάθη επαναλαμβάνονται πιο συχνά και πώς μπορεί να επιτευχθεί πιο αποτελεσματική και βιώσιμη διαχείριση.
Τα πιο προβληματικά ζιζάνια στα σιτηρά
Η παρουσία ζιζανίων αποτελεί διαχρονικό ζήτημα για τους παραγωγούς σιταριού, επηρεάζοντας άμεσα τις αποδόσεις και την ποιότητα του προϊόντος. Όπως εξηγεί ο κ. Τραυλός, η αγριοβρώμη (Avena sterilis) και η λεπτή ήρα (Lolium rigidum) είναι από τα πιο επικίνδυνα είδη που συναντώνται στα σιτηρά, με έντονο ανταγωνισμό προς την καλλιέργεια. «Πρόκειται για πληθυσμούς που έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα σε ευρέως χρησιμοποιούμενα ζιζανιοκτόνα, όπως οι αναστολείς των ενζύμων ALS και ACCase», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχα, στα πλατύφυλλα ζιζάνια, σημαντικά προβλήματα προκαλούν είδη όπως το αγριοσινάπι (Sinapis arvensis), η παπαρούνα (Papaver rhoeas) και η κολλητσίδα (Galium aparine), τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα και ανταγωνίζονται τα νεαρά φυτά του σιταριού. Η εξάπλωσή τους, όπως σημειώνει, μπορεί να οδηγήσει σε αισθητή μείωση των αποδόσεων, ενώ η εμφάνιση ανθεκτικών βιοτύπων δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη διαχείριση.
Όπως επισημαίνει ο κ. Τραυλός, σε αρκετές περιοχές της χώρας οι πληθυσμοί αυτών των ζιζανίων έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της συνεχούς μονοκαλλιέργειας σιτηρών και της επαναλαμβανόμενης χρήσης ίδιων δραστικών ουσιών, γεγονός που συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη ανθεκτικότητας.
Παράγοντες που ευνοούν την εξάπλωση των ζιζανίων
Η επιμονή των ζιζανίων στους αγρούς δεν είναι τυχαία. Σύμφωνα με τον Επίκουρο Καθηγητή, πλήθος καλλιεργητικών πρακτικών μπορεί άθελά τους να ενισχύσουν τη διάδοσή τους.
Η χρήση επιμολυσμένου σπόρου, ο ανεπαρκής καθαρισμός των μηχανημάτων και η αραιή σπορά είναι μερικοί από τους λόγους που, όπως επισημαίνει, «επιτρέπουν τη μεταφορά και εγκατάσταση των ζιζανίων από αγρό σε αγρό».
Παράλληλα, η υπερβολική αζωτούχος λίπανση λειτουργεί συχνά προς όφελος των ζιζανίων, ενισχύοντάς τα σε βάρος της καλλιέργειας. Ιδιαίτερα τονίζει τον ρόλο της μονοκαλλιέργειας και της απουσίας αμειψισποράς, που οδηγούν σε σταδιακή προσαρμογή των ζιζανίων στις καλλιεργητικές συνθήκες και στις ίδιες δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται κάθε χρόνο.
Όπως υπογραμμίζει, «η έλλειψη εναλλαγής καλλιεργειών και τρόπων δράσης αποτελεί βασικό παράγοντα ανάπτυξης ανθεκτικότητας».
Σε βάθος χρόνου, αυτή η προσαρμοστικότητα «δημιουργεί πιο “έξυπνους” πληθυσμούς ζιζανίων, ικανούς να επιβιώνουν και να κυριαρχούν σε κάθε νέα καλλιέργεια», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τα κρίσιμα στάδια για την επέμβαση
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο κ. Τραυλός στη χρονική στιγμή της επέμβασης, επισημαίνοντας ότι «τα πρώτα στάδια ανάπτυξης της καλλιέργειας είναι τα πιο κρίσιμα για τον έλεγχο των ζιζανίων».
Κατά την αρχική φάση ανάπτυξης καθορίζεται η έκβαση του ανταγωνισμού μεταξύ των καλλιεργούμενων φυτών και των ζιζανίων, καθώς τότε διεκδικούνται τα ίδια θρεπτικά στοιχεία, το φως και το νερό. Εάν δεν υπάρξει έγκαιρη επέμβαση, τα ζιζάνια αποκτούν προβάδισμα, επηρεάζοντας άμεσα την πυκνότητα και την ομοιομορφία της καλλιέργειας.
Όπως εξηγεί, η επέμβαση σε αυτό το πρώιμο στάδιο είναι καθοριστική, καθώς εξασφαλίζει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα των ζιζανιοκτόνων και μειώνει τον κίνδυνο επαναφοράς των πληθυσμών.
Όταν η καλλιέργεια εισέλθει στο στάδιο του καλαμώματος – της ταχείας επιμήκυνσης του στελέχους – αποκτά ήδη ισχυρή ανταγωνιστική ικανότητα έναντι των ζιζανίων, περιορίζοντας φυσικά την εξάπλωσή τους.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπονται και τα όψιμα ζιζάνια, τα οποία, όπως αναφέρει, «αν και δεν μειώνουν άμεσα την παραγωγή, εμπλουτίζουν την τράπεζα σπόρων στο έδαφος και αποτελούν πηγή προβλημάτων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο».
Ορθολογική ζιζανιοκτονία και διαχείριση ανθεκτικότητας
Η χημική ζιζανιοκτονία έχει καθιερωθεί ως η πλέον αποτελεσματική πρακτική ελέγχου των ζιζανίων, προσφέροντας γρήγορα και αξιόπιστα αποτελέσματα. Αναμφίβολα, η εφαρμογή εκλεκτικών ζιζανιοκτόνων έχει κυριαρχήσει ως η πιο διαδεδομένη και αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση των ζιζανίων σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Τραυλός, «η αλόγιστη και συχνά λανθασμένη χρήση των ζιζανιοκτόνων πρέπει να σταματήσει». Η ορθολογική εφαρμογή, με σωστό χρόνο, δόση και τρόπο χρήσης, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητάς τους και τη μείωση του κινδύνου ανθεκτικότητας.
Όπως εξηγεί ο κ. Τραυλός, «τα ετοιμόχρηστα μίγματα δύο ή περισσότερων δραστικών ουσιών διευρύνουν το φάσμα δράσης και καθυστερούν την ανάπτυξη φαινομένων ανθεκτικότητας». Οι παραγωγοί και οι γεωπόνοι, τονίζει, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οποιοδήποτε αποτελεσματικό ζιζανιοκτόνο, για να παραμείνει αποτελεσματικό, πρέπει να χρησιμοποιείται ορθολογικά, να εναλλάσσεται με σκευάσματα διαφορετικού τρόπου δράσης και να συνοδεύεται από βέλτιστες καλλιεργητικές πρακτικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο συνδυασμός χημικών και μη χημικών μεθόδων είναι καθοριστικός. Μελέτες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών έχουν δείξει ότι η ψευδοσπορά μπορεί να μειώσει σημαντικά το φορτίο των ζιζανίων πριν ακόμη τη σπορά, οδηγώντας σε υψηλότερες αποδόσεις στα χειμερινά σιτηρά.
Παράλληλα, η πυκνότερη σπορά και η επιλογή ανταγωνιστικών ποικιλιών με αυξημένη ικανότητα αδελφώματος ενισχύουν το φυσικό ανταγωνιστικό δυναμικό του σκληρού σιταριού απέναντι στα ζιζάνια, περιορίζοντας την ανάγκη για επαναλαμβανόμενους ψεκασμούς.
Η ανθεκτικότητα, ωστόσο, παραμένει μια αυξανόμενη απειλή.
Οι περισσότερες περιπτώσεις στη χώρα μας αφορούν αγρωστώδη και πλατύφυλλα ζιζάνια με ανθεκτικότητα σε ζιζανιοκτόνα-αναστολείς του ενζύμου ALS, που διαθέτουν ευρύ φάσμα δράσης, καθώς και αγρωστώδη ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα-αναστολείς του ενζύμου ACCase, τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον έλεγχο των αγρωστωδών.
Αν και μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβεβαιωθεί στη χώρα μας περιπτώσεις ανθεκτικότητας πλατύφυλλων ζιζανίων στα ορμονικά ζιζανιοκτόνα, τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα, όπως προειδοποιεί ο κ. Τραυλός, «δεν επιτρέπουν εφησυχασμό».
Συχνά λάθη
Αν και τα ζιζανιοκτόνα αποτελούν πολύτιμο εργαλείο, η αποτελεσματικότητά τους μειώνεται σημαντικά όταν η εφαρμογή δεν γίνεται με ορθό τρόπο.
Όπως αναφέρει ο κ. Τραυλός, τα συχνότερα λάθη των παραγωγών αφορούν την εφαρμογή σε ακατάλληλα στάδια ανάπτυξης των ζιζανίων, την απουσία προσκολλητικού – κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για τον έλεγχο των αγρωστωδών ειδών – καθώς και τη χρήση μικρότερης δόσης από τη συνιστώμενη.
Συχνό είναι επίσης το φαινόμενο της λανθασμένης ρύθμισης του όγκου του ψεκαστικού υγρού και της πίεσης, αλλά και των αυθαίρετων συνδυασμών δραστικών ουσιών στο βυτίο, που σε ορισμένες περιπτώσεις αλληλοαναιρούνται, περιορίζοντας το τελικό αποτέλεσμα.
Η συντήρηση του εξοπλισμού, όπως τονίζει, είναι εξίσου κρίσιμη: «Η απόφραξη των ακροφυσίων και η ανομοιόμορφη κατανομή του ψεκαστικού υγρού μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλες απώλειες αποτελεσματικότητας».
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι, στην πράξη, είναι συχνά δύσκολο η εφαρμογή να συμπέσει χρονικά με το ιδανικό στάδιο ανάπτυξης όλων των ζιζανίων, καθώς αυτά εμφανίζονται σταδιακά.
«Η λύση», υπογραμμίζει, «είναι η εφαρμογή να γίνεται με βάση τα κυρίαρχα είδη και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, στοχεύοντας πάντα στα πιο ανταγωνιστικά ζιζάνια».
Η ουσία για τον παραγωγό
Η διαχείριση των ζιζανίων στο σκληρό σιτάρι απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση και καλή γνώση της βιολογίας των ειδών. Η ορθολογική χρήση των ζιζανιοκτόνων, σε συνδυασμό με καλλιεργητικά μέτρα όπως η ψευδοσπορά, η αμειψισπορά και η πυκνή σπορά, παραμένει το πιο αποτελεσματικό “όπλο” του παραγωγού.
Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Σ. Τραυλός, «η αντιμετώπιση των ζιζανίων δεν είναι θέμα ενός ψεκασμού, αλλά στρατηγικής που πρέπει να ξεκινά πριν τη σπορά και να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιέργειας».