Τα τελευταία χρόνια, οι συνεχείς μεταβολές στην οικονομία και το ολοένα αυξανόμενο κόστος παραγωγής φέρνουν σημαντικές πιέσεις στην αιγοπροβατοτροφία. Οι εντατικές εκμεταλλεύσεις, που στηρίζονται σε αγοραζόμενες ζωοτροφές και υψηλό κεφάλαιο, βλέπουν τη βιωσιμότητά τους να δοκιμάζεται, ενώ αντίθετα οι πιο παραδοσιακές, εκτατικής μορφής μονάδες αντέχουν καλύτερα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον. Η ελληνική εμπειρία – αλλά και τα αποτελέσματα ερευνών – δείχνουν ξεκάθαρα ότι η προσαρμοστικότητα, τόσο των ζώων όσο και των κτηνοτρόφων, αποτελεί σήμερα τον καθοριστικό παράγοντα που επιτρέπει σε ορισμένα συστήματα να παραμένουν βιώσιμα, παρά το υψηλό κόστος και την αβεβαιότητα.
Νέες πιέσεις στο κόστος και η άνιση αντοχή των συστημάτων εκτροφής
Τα τελευταία χρόνια, οι εντατικές εκτροφές αιγοπροβάτων είναι εκείνες που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις. Η υψηλή συμμετοχή του κεφαλαίου, η εξάρτηση από αγοραζόμενες ζωοτροφές – αφού η βόσκηση συμβάλλει ελάχιστα ή και καθόλου – και τα προβλήματα ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση, έχουν οδηγήσει πολλές μονάδες σε σοβαρά θέματα βιωσιμότητας. Όταν το κόστος διατροφής εκτοξεύεται και το κεφάλαιο συμμετέχει τόσο έντονα στη λειτουργία της εκμετάλλευσης, το σύστημα γίνεται ευάλωτο σε κάθε διαταραχή.
Αντίθετα, οι εκτατικές εκτροφές επηρεάστηκαν λιγότερο και συνεχίζουν να δείχνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Ένα μεγάλο μέρος των θρεπτικών αναγκών των ζώων καλύπτεται από τη βόσκηση, μειώνοντας σημαντικά το κόστος διατροφής. Αυτές οι εκμεταλλεύσεις στηρίζονται περισσότερο στην οικογενειακή εργασία, λιγότερο στο κεφάλαιο και χρησιμοποιούν ντόπιες φυλές προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες, ενώ η διατροφή τους βασίζεται στον οικονομικότερο τρόπο εκτροφής των μηρυκαστικών: τη βόσκηση. Η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει πως η ανθεκτικότητα δεν είναι μόνο θέμα παραγωγής, αλλά και θέματος μοντέλου: τα συστήματα που εξαρτώνται λιγότερο από αγοραζόμενες ζωοτροφές και περισσότερο από τους φυσικούς πόρους του τόπου τους, αντέχουν και ανταποκρίνονται καλύτερα στις οικονομικές μεταβολές.
Η ελληνική αίγα και η προσαρμοστικότητά της στο πεδίο
Η ελληνική ντόπια αίγα παραμένει το πλέον προσαρμοσμένο ζώο για τις ορεινές και άγονες περιοχές της χώρας. Χάρη στις ανατομικές και φυσιολογικές της ιδιαιτερότητες, αξιοποιεί ευρύ φάσμα βλάστησης — ποώδη την άνοιξη, αλλά κυρίως θαμνώδη και ξυλώδη είδη τους θερινούς μήνες, όταν η ποώδης ύλη έχει μειωθεί. Παρότι η μέση γαλακτοπαραγωγή της είναι σχετικά χαμηλή (93 κιλά), η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος (5,2%) και πρωτεΐνη (3,7%) καθιστά το γάλα της ιδιαίτερα ποιοτικό και ανταγωνιστικό.
Η ανθεκτικότητα και η ευελιξία της φυλής αποτυπώθηκαν ξεκάθαρα και στη διετή έρευνα στο Μέγα Δέρειο Έβρου. Σε ημιορεινή περιοχή με δασολίβαδα και θαμνολίβαδα δρυός, ο κτηνοτρόφος περιόρισε τις συμπληρωματικές ζωοτροφές και αύξησε τον χρόνο βόσκησης, καλύπτοντας σε ορισμένες περιόδους σχεδόν το σύνολο των αναγκών των ζώων από τη φυσική βλάστηση. Τα ξυλώδη είδη συμμετείχαν στη δίαιτα από 40% έως 99%, με τη δρυ (Quercus frainetto) να φτάνει έως 89%, ενώ άρκευθος και λαδανιά συνέβαλαν σημαντικά όταν τα φυλλοβόλα είχαν ρίξει το φύλλωμά τους. Αντίστοιχα, τα ποώδη είδη κυριάρχησαν την άνοιξη. Παρά τις έντονες εποχικές μεταβολές στη διαθέσιμη βλάστηση, η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου γάλακτος παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές, επιβεβαιώνοντας ότι η ελληνική αίγα μπορεί να προσαρμόζει τη βόσκησή της στις συνθήκες και να παράγει οικονομικά, με μικρότερη εξάρτηση από αγοραζόμενες ζωοτροφές
Πλεονεκτήματα και «ανοιχτές πληγές» των εκτατικών εκτροφών
Η αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα ελευθέρας βόσκησης έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τις εκτατικές εκτροφές, οι οποίες –χάρη στη φυσική βόσκηση και την αξιοποίηση της τοπικής χλωρίδας– παραμένουν ανταγωνιστικές σε ποιότητα και κόστος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα, που φιλοξενεί το 32% των αιγών της Ε.Ε., διαθέτει ένα από τα καταλληλότερα περιβάλλοντα για τέτοια συστήματα: τα θαμνολίβαδα και τα δασολίβαδα δρυός, που καλύπτουν σχεδόν το μισό της δασικής επιφάνειας, συνιστούν ιδανικό πεδίο βόσκησης και μειώνουν σημαντικά την ανάγκη για αγοραζόμενες ζωοτροφές. Παράλληλα, η σωστή βόσκηση λειτουργεί και ως φυσικό «εργαλείο» προστασίας των δασών, μειώνοντας την καύσιμη ύλη και συμβάλλοντας στην πρόληψη πυρκαγιών — μια διάσταση που κερδίζει όλο και μεγαλύτερη σημασία.
Ωστόσο, τα εκτατικά συστήματα δεν μένουν αλώβητα από τα χρόνια προβλήματα του κλάδου. Η ελλιπής διαχείριση των λιβαδιών περιορίζει την πλήρη αξιοποίηση της διαθέσιμης βλάστησης, ενώ η γενετική βελτίωση των ελληνικών φυλών έχει προχωρήσει ελάχιστα, αφήνοντας πολλούς κτηνοτρόφους χωρίς επαρκή επιλογή ποιοτικών ζώων αναπαραγωγής. Στο ίδιο πλαίσιο, η χαμηλή ελκυστικότητα του εκτατικού τρόπου ζωής για τους νέους –που συχνά προτιμούν σταβλισμένα συστήματα ως πιο «ασφαλή» ή πιο άνετα– αποτελεί ακόμη μια πρόκληση για τη στελέχωση και τη συνέχεια αυτών των μονάδων.
Τι πρέπει να συνεκτιμά ο παραγωγός πριν αποφασίσει
Η επιλογή του κατάλληλου συστήματος εκτροφής δεν είναι μια απλή τεχνική απόφαση. Ο κτηνοτρόφος χρειάζεται να ζυγίζει τις πραγματικές δυνατότητες της εκμετάλλευσης, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αλλά και τις απαιτήσεις της αγοράς. Δεν είναι δεδομένο ότι «περισσότερη παραγωγή» σημαίνει και καλύτερο αποτέλεσμα, ειδικά όταν το υψηλό κόστος υπονομεύει τη βιωσιμότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις, ένα λιγότερο εντατικό μοντέλο μπορεί να αποδειχθεί οικονομικά εξυπνότερη επιλογή: παράγει γάλα υψηλής ποιότητας, με χαμηλότερη δαπάνη, δίνοντας τελικά μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στο προϊόν. Το ζητούμενο είναι η σωστή ισορροπία — όχι η μέγιστη ποσότητα, αλλά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον παραγωγό.
Το στοίχημα της επόμενης μέρας για τον κτηνοτρόφο
Η αιγοπροβατοτροφία στη χώρα μας βρίσκεται πλέον σε μια περίοδο νέων ισορροπιών. Όσα έδειξαν τα τελευταία χρόνια — και εξακολουθούν να δείχνουν και σήμερα — είναι σαφή: ο κτηνοτρόφος που προσαρμόζεται στις συνθήκες και γνωρίζει τα όρια και τα πλεονεκτήματα του συστήματός του, έχει τις περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσει βιώσιμη την εκμετάλλευσή του. Σε τελική ανάλυση, το μέλλον του κλάδου θα κριθεί από τις επιλογές του ίδιου του παραγωγού και από το πώς θα ισορροπήσει ανάμεσα στο κόστος, την παράδοση και τις πραγματικές δυνατότητες του τόπου του.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 4/2017, Θ. Μανουσίδης «Εντατικό ή εκτατικό σύστημα εκτροφής αιγοπροβάτων;» σελ.74-76