Η φετινή χρονιά αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη για τη μελισσοκομία. Η παρατεταμένη ξηρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες μείωσαν σημαντικά τις ανθοφορίες, με αποτέλεσμα η παραγωγή να πέσει κατακόρυφα. Ο ΑγροΤύπος μίλησε με μελισσοκόμους από διαφορετικές αφετηρίες –συνεταιρισμένους, εμπόρους και βιολογικούς παραγωγούς– ώστε να αποτυπώσει την εικόνα του κλάδου στις αρχές Οκτωβρίου. Από τον Βόλο και τη Θράκη έως τα Καλάβρυτα, οι φωνές των μελισσοκόμων συγκλίνουν στην ίδια ανησυχία.
Η εικόνα της συμβατικής παραγωγής
Ο ΑγροΤύπος μίλησε με τον κ. Γιώργο Νάστο, μελισσοκόμο και μέλος του Αγροτικού Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Βόλου, ο οποίος περιγράφει μια χρονιά που αφήνει πικρή γεύση στους παραγωγούς. Όπως εξηγεί, η παραγωγή μειώθηκε δραματικά, με μοναδική εξαίρεση το πεύκο που έδωσε μια ικανοποιητική σοδειά:
«Μόνο το πεύκο πήγε καλά. Όλες οι άλλες ανθοφορίες δεν απέδωσαν καθόλου ή έδωσαν ελάχιστα. Συνολικά η παραγωγή έπεσε στο ένα τρίτο σε σχέση με πέρυσι».
Η εικόνα αυτή αποδίδεται κυρίως στην ανομβρία που διήρκεσε για περισσότερο από τέσσερις μήνες, αφήνοντας τα μελίσσια χωρίς τροφή και τις ανθοφορίες φτωχές. Παράλληλα, το αυξημένο κόστος παραγωγής πιέζει ακόμη περισσότερο τους μελισσοκόμους. Όπως τονίζει, οι τιμές της αγοράς μπορεί να φαίνονται υψηλές, όμως στην πράξη δεν ανακουφίζουν:
«Το κόστος ανεβαίνει συνεχώς και η παραγωγή είναι λίγη. Οι τιμές στην αγορά μπορεί να φαίνονται καλές, αλλά όταν δεν έχεις προϊόν, δεν αλλάζει κάτι στην τσέπη του μελισσοκόμου».
Με λόγια γεμάτα ανησυχία, ο κ. Νάστος υπογραμμίζει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί:
«Ήδη κάποιοι το έχουν παρατήσει. Αν συνεχιστούν έτσι οι χρονιές, θα χαθεί κόσμος από τη μελισσοκομία».
Από την πλευρά της Θράκης, η κα. Καραπαναγιώτη, παραγωγός–έμπορος μελιού, μίλησε στον ΑγροΤύπο για μια χρονιά που χαρακτηρίζεται «μέτρια, λίγο καλύτερη από την περσινή». Όπως εξηγεί, οι καιρικές συνθήκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, με την ξηρασία να περιορίζει σημαντικά τις ανθοφορίες, ενώ οι πρόσφατες φωτιές στην Αλεξανδρούπολη επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση:
«Η ξηρασία μάς επηρέασε πάρα πολύ. Περιμέναμε ανθοφορίες που δεν έδωσαν. Είχαμε και πρόβλημα με τους μελισσοφάγους, ιδιαίτερα μετά τις φωτιές στην Αλεξανδρούπολη».
Πέρα από την παραγωγή, η ίδια στέκεται και στη ζήτηση, η οποία –όπως λέει– παραμένει σταθερή αλλά έχει αλλάξει χαρακτήρα. Σημειώνει ότι οι καταναλωτές στρέφονται όλο και περισσότερο σε σκούρα μέλια, όπως το βελανιδιού, τα οποία θεωρούνται πιο «ιδιαίτερα» και υψηλής αξίας:
«Ο κόσμος ζητά όλο και περισσότερο σκούρα μέλια, όπως το βελανιδιού. Είναι ιδιαίτερο, πλούσιο μέλι, συγκρίνεται με το μανούκα και πλέον εκτιμάται πολύ».
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους επαγγελματίες του χώρου είναι το κόστος. Από τα καύσιμα μέχρι τις συσκευασίες, κάθε στάδιο της παραγωγής και της διάθεσης έχει ακριβύνει δραματικά, δημιουργώντας στενό οικονομικό πλαίσιο:
«Δεν υπάρχει πλέον μέλι κάτω από 10 ευρώ. Όλα τα έξοδα έχουν ανέβει – καύσιμα, βάζα, ετικέτες. Κι εμείς πολλές φορές πληρωνόμαστε με καθυστέρηση ή βάζουμε από την τσέπη μας για να συνεχίσουμε».
Η φωνή της βιολογικής μελισσοκομίας
Στην εξίσωση μπαίνει και η βιολογική παραγωγή, με τα δικά της χαρακτηριστικά και ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες. Ο κ. Κουτρουλάκης Βασίλης, παραγωγός βιολογικού μελιού από τα Καλάβρυτα, που δραστηριοποιείται στον βιολογικό χώρο από το 2003, μίλησε μαζί μας.
Όπως εξηγεί, η ξηρασία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τη φετινή χρονιά, με αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι περιορισμένη. Στη βιολογική μελισσοκομία, οι μετακινήσεις είναι συχνότερες και τα κόστη πολύ υψηλότερα, καθώς οι παραγωγοί δεν έχουν την επιλογή της τροφοδοσίας και πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στη φύση:
«Στη βιολογική μελισσοκομία έχουμε περισσότερες μεταφορές, περισσότερα έξοδα και περιορισμούς στη διαχείριση. Δεν μπορούμε να ταΐσουμε τα μελίσσια, οπότε πρέπει να τα μετακινούμε συνεχώς».
Ιδιαίτερη θέση κατέχει το μέλι ελάτου–«βανίλια», προϊόν σπάνιο και αναγνωρισμένο διεθνώς. Ο κ. Κουτρουλάκης το περιγράφει ως μοναδικό στον κόσμο, με χαρακτηριστικά που το κάνουν ξεχωριστό: χρυσαφί χρώμα, κρεμώδη υφή και χαμηλά σάκχαρα που το διαφοροποιούν από κάθε άλλο μέλι.
Η πορεία του στη βιολογική παραγωγή, όπως λέει, δεν ήταν απλή υπόθεση. Χρειάστηκαν χρόνια προσαρμογής, αυστηρές προδιαγραφές και συνεχής έλεγχος. Παρ’ όλα αυτά, τονίζει πως η βιολογική μελισσοκομία είναι κάτι παραπάνω από μια επένδυση:
«Δεν είναι θέμα επένδυσης, είναι τρόπος δουλειάς. Χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια προσαρμογής και αυστηρές προδιαγραφές, αλλά αξίζει. Είναι μια φιλοσοφία».
Ο ίδιος καταλήγει σε μια προειδοποίηση με ευρύτερη διάσταση: η μέλισσα, όπως λέει, είναι ο πρώτος οργανισμός που δέχεται τα χτυπήματα της κλιματικής αλλαγής. Η συνέχιση της μελισσοκομίας είναι καθοριστική όχι μόνο για το μέλι, αλλά και για τη διατροφική αλυσίδα συνολικά:
«Αν δεν υπήρχαν οι μελισσοκόμοι να μεταφέρουν τα μελίσσια, πολλές ανθοφορίες θα χάνονταν. Κι αν δεν στηριχθεί η μελισσοκομία, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει τροφή, ούτε η ποιότητα και ποσότητα φρούτων που έχουμε σήμερα».
Κοινές αγωνίες
Η εικόνα που διαμορφώνεται στη μελισσοκομία, τόσο στη συμβατική όσο και στη βιολογική παραγωγή, είναι κοινή: χαμηλή παραγωγή, υψηλό κόστος και συνεχείς πιέσεις που καθιστούν το επάγγελμα ολοένα και πιο δύσκολο. Ήδη κάποιοι παραγωγοί εγκαταλείπουν τη μελισσοκομία, ενώ η κλιματική αλλαγή καθιστά το μέλλον ακόμη πιο αβέβαιο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η ανάγκη για ουσιαστική στήριξη του κλάδου από την Πολιτεία είναι πιο επιτακτική από ποτέ – τόσο για να διατηρηθεί ζωντανό το επάγγελμα, όσο και για να προστατευθεί ένα προϊόν που αποτελεί κομμάτι της ελληνικής παράδοσης και διατροφής.
Δεν είναι τυχαία η διάσημη φράση που συχνά αποδίδεται στον Αϊνστάιν: «Αν οι μέλισσες εξαφανιστούν, ο άνθρωπος θα έχει μόνο λίγα χρόνια ζωής». Μια υπενθύμιση ότι η τύχη της μελισσοκομίας δεν αφορά μόνο τους μελισσοκόμους, αλλά το σύνολο της διατροφικής αλυσίδας και της κοινωνίας.