Η παγκόσμια αγορά ρυζιού οδεύει προς μια ακόμη χρονιά έντονης δυναμικής, καθώς τα πρόσφατα στοιχεία του FAO που δημοσιεύτηκαν στα μέσα Νοεμβρίου δείχνουν ότι η παραγωγή για το 2025/26 θα κινηθεί σε νέο ιστορικό υψηλό. Την ίδια στιγμή, όμως, το διεθνές εμπόριο και οι τιμές δεν ακολουθούν την ίδια ανοδική τροχιά, με την αγορά να διαμορφώνεται μέσα σε συνθήκες αυξημένων αποθεμάτων, διαφοροποιημένης ζήτησης και έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των εξαγωγικών χωρών.
Ρεκόρ παραγωγής με αιχμή την Ασία και τη Λατινική Αμερική
Η παγκόσμια παραγωγή ρυζιού για το 2025/26 αναμένεται να φτάσει τους 556,4 εκατ. τόνους, σημειώνοντας αύξηση 1,2% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο — ένα ακόμη ιστορικό υψηλό για την αγορά. Η Ασία εξακολουθεί να οδηγεί την παγκόσμια παραγωγή, καθώς η περιοχή προσεγγίζει ή και ξεπερνά το περσινό ρεκόρ, με επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και, κατά κανόνα, ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Ισχυρή συμβολή αναμένεται και από τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, που κατευθύνονται προς τη μεγαλύτερη συγκομιδή που έχει καταγραφεί. Αντιθέτως, μειωμένα περιθώρια κέρδους για τους παραγωγούς σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ωκεανία, καθώς και ασταθείς βροχοπτώσεις στην Αφρική, αναμένεται να περιορίσουν τα αποτελέσματα σε αυτές τις περιοχές.
Παγκόσμια κατανάλωση και αποθέματα: Διογκώνονται οι ανισορροπίες
Παρά τη συνεχιζόμενη ισχύ της παγκόσμιας ζήτησης, η συνολική χρήση ρυζιού για το 2025/26, που προβλέπεται να φτάσει τους 551,8 εκατ. τόνους, δεν αρκεί για να απορροφήσει την αυξημένη παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα άνοδος των παγκόσμιων αποθεμάτων κατά 2,2%, τα οποία αναμένεται να αγγίξουν τους 215,4 εκατ. τόνους — το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα. Η συσσώρευση αυτή οφείλεται κυρίως σε χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, ενώ αντίθετα η Ινδονησία, η Μαδαγασκάρη και οι Φιλιππίνες αναμένεται να παρουσιάσουν μειώσεις. Συνολικά, ο δείκτης αποθεμάτων προς χρήση ανέρχεται στο 38,6%, υποδηλώνοντας το ιδιαίτερα αυξημένο επίπεδο διαθεσιμότητας στην παγκόσμια αγορά.
Διεθνές εμπόριο: Επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά με πρόβλεψη μικρής κάμψης
Μετά την έντονη ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου ρυζιού το 2024 και το 2025 —χάρη στα άφθονα εξαγώγιμα αποθέματα, τη μείωση των στοκ σε χώρες-εισαγωγείς και την άρση των περιορισμών εξαγωγών της Ινδίας— η αγορά φαίνεται πως σταθεροποιείται σε πιο ήπιο ρυθμό. Για το 2026 προβλέπεται μια μικρή κάμψη της τάξης του 1,1%, με τον όγκο του παγκόσμιου εμπορίου να υποχωρεί στα 61,1 εκατ. τόνους. Από τους μεγάλους εξαγωγείς, μόνο η Βραζιλία, η Ινδία, η Ουρουγουάη και το Βιετνάμ αναμένεται να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν τις αποστολές τους, καθώς οι περισσότερες εξαγωγικές χώρες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν στασιμότητα ή μείωση των φορτώσεων, λόγω ασθενέστερης ζήτησης στις παραδοσιακές τους αγορές και απώλειας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Διεθνείς τιμές: Συνεχής πτώση και οξύς ανταγωνισμός
Οι μεγάλες διαθέσιμες ποσότητες ρυζιού στη διεθνή αγορά έχουν εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εξαγωγικών χωρών, οδηγώντας τις τιμές σε συνεχή πτωτική πορεία από τον Μάιο του 2025. Η πίεση αυτή ενισχύεται από την απουσία της Ινδονησίας από την αγορά, καθώς και από τους περιορισμούς στις εισαγωγές μη ειδικού ρυζιού που επέβαλαν οι Φιλιππίνες τον Σεπτέμβριο. Ως αποτέλεσμα, ο Δείκτης FAO All Rice Price Index υποχώρησε στις 98,4 μονάδες τον Οκτώβριο του 2025, επίπεδο μειωμένο κατά 7,5% σε σχέση με τον Μάιο και το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2021.
Η εικόνα του ρυζιού και η προοπτική του
Σε αυτό το περιβάλλον, η παγκόσμια αγορά ρυζιού διαμορφώνεται σε ένα σκηνικό αντιθέσεων: η παραγωγή συνεχίζει την ανοδική της πορεία και τα αποθέματα αγγίζουν νέα υψηλά, αλλά το εμπόριο και οι τιμές παραμένουν υπό πίεση. Η σεζόν 2025/26 προμηνύεται ως μια χρονιά μεγάλης προσφοράς και αυξημένου ανταγωνισμού, με τις χώρες-παραγωγούς να καλούνται να κινηθούν μέσα σε μια αγορά που αλλάζει γρήγορα. Για τους παραγωγούς, το ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο η καλή συγκομιδή, αλλά και η δυνατότητα να διασφαλίσουν βιώσιμη τιμή και πρόσβαση στις αγορές — σε μια διεθνή σκηνή όπου η αφθονία της προσφοράς συχνά δεν μεταφράζεται σε σταθερό εισόδημα.
Πηγή: FAO – Food Outlook

