Φέτος ήταν μία χρονιά δοκιμασίας για τις δενδρώδεις καλλιέργειες καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα κατά την περίοδο της Άνοιξης, όπου πολλά δέντρα βρισκόταν στο ευαίσθητο στάδιο της άνθησης, είχαν ως αποτέλεσμα μείωση παραγωγής καρπού.
Στα βερίκοκα οι επιπτώσεις είναι εμφανείς αυτήν την περίοδο και όπως φαίνεται οι πρώιμες ποικιλίες έχουν ζημιωθεί περισσότερο από ότι οι όψιμες. Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις ξένων ποικιλιών, η αξιολόγηση για την ανθεκτικότητα της ίωσης της σάρκας και των στελεχών της γίνεται βάσει της χώρας προέλευσης και όχι σύμφωνα με τα Ελληνικά δεδομένα με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να προσβάλλονται εύκολα. Σε γενικές γραμμές τα κύρια επιθυμητά χαρακτηριστικά είναι η ανθεκτικότητα στην ίωση σάρκα (Sharka PVV), η παραγωγικότητα, η αυτογονιμοποίηση, ο χρόνος άνθησης και ωρίμανσης, η μεγάλη μετασυλλεκτική διάρκεια, η συνεκτικότητα, η γεύση και το μέγεθος του καρπού.
Τα προαναφερόμενα επιβεβαιώνει ο γεωπόνος κ. Δημήτρης Δήμου, επί σειρά ετών Προϊστάμενος στη Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής, της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας. Σύμφωνα με τον κ. Δήμου υπάρχουν δύο στελέχη/φυλές του ιού της σάρκας ο Marcus και ο Dideron. Πολλές από τις ξένες ποικιλίες έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στη δεύτερη φυλή με αποτέλεσμα όταν καλλιεργούνται στην Ελλάδα να προσβάλλονται εύκολα από την Marcus η οποία είναι πιο σκληρή και καταστρεπτική. Επιπλέον, κάποιες από τις καινούργιες ποικιλίες στην πορεία φαίνεται ότι δεν είναι τόσο παραγωγικές καθώς δεν είναι αυτογόνιμες. Χρειάζονται επομένως άλλες που λειτουργούν ως επικονιαστές και σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει μείωση της παραγωγής λόγω κακής γονιμοποίησης. Τέλος, όσο καλή και να είναι μία ποικιλία οι καιρικές συνθήκες του Απριλίου ήταν υπαίτιες για την φετινή μειωμένη παραγωγή.
Στην περιοχή της Κορινθίας
Ο κ. Γιώργας Χρήστος από τον ΑΣ Κιάτου μας ενημέρωσε ότι η κυρίαρχη ποικιλία είναι η Μπεμπέκου, η οποία προορίζεται για βιομηχανική χρήση. Η άνθηση της πραγματοποιείται σε μέση-πρώιμη εποχή και είναι μέσης ωρίμανσης αυτογόνιμη ποικιλία. Μέλη του συνεταιρισμού που χρησιμοποιούν πιο πρώιμες ποικιλίες ωρίμανσης διοχετεύουν την παραγωγή τους έκτος συνεταιρισμού. Οι πρώτες συγκομιδές θα ξεκινήσουν σε 15 ημέρες και φαίνεται από τώρα σημαντική μείωση της παραγωγής. Ο κ. Γιώργας εκτιμάει ότι η φετινή παραγωγή θα ανέλθει τους 500 τόνους ενώ τις προηγούμενες χρονιές η παραγωγή ανέρχονταν 800-1000 τόνους. Παράλληλα, σύμφωνα με όσα είπε o κ. Βαρδάκας Μιχάλης, μέλος του συνεταιρισμού Άγιος Βασίλης Κορινθίας, η κύρια ποσότητα βερίκοκου της περιοχής προέρχεται από την ποικιλία Μπεμπέκου η οποία προορίζεται για μεταποίηση ενώ για νωπή κατανάλωση καλλιεργούνται πολύ μικρές ποσότητες διαφόρων ποικιλιών. Υπάρχει μείωση παραγωγής σε ποσοστό 50-60%. Φέτος η παραγωγή εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 1 εκατομμύριο, καταλήγει.
Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας
Η κα Παυλίνα Δρογούδη από το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων Νάουσας μας δίνει μία γενική εικόνα για την εκτίμηση των ποικιλιών. Σημαντική παράμετρος είναι η ανθεκτικότητα στην σάρκα και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά όπως η γεύση κ.α.. Έπειτα από αξιολόγηση ποικιλιών στο Ινστιτούτο ανταποκρίνονται καλά οι ποικιλίες όπως η Wonder cot και η Tsunami από τις πρώιμες και αρκετές μέσης ωρίμανσης όπως η Bora και οι ποικιλίες γαλλικής προέλευσης της σειράς ARAMIS: Shamade, Bergeron, Anegat, Congat κ.α. οι οποίες δεν έχουν προτιμηθεί από τα φυτώρια της χώρας.
Στην περιοχή της Πέλλας
Στον συνεταιρισμό Μανδάλου οι συγκομιδές έχουν ήδη ξεκινήσει με τις υπερπρώιμες και πρώιμες ποικιλίες. Οι μέσης ωρίμανσης ποικιλίες θα συγκομιστούν πέντε με έξι Ιουνίου και οι όψιμες ποικιλίες με κυρίαρχη τη Farbaly συγκομίζονται τον Αύγουστο. Η παραγωγή είναι εξαιρετικά ελλειμματική εξαιτίας των παγετών και των χαλαζοπτώσεων στην περιοχή της Πέλλας. Για το λόγο αυτό υπάρχει μεγάλη ζήτηση και άνοδος τιμών με τα πρώτης ποιότητας να πωλούνται αυτήν την περίοδο 1,40-1,50 ευρώ παραπάνω από ότι συνήθως. Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται είναι η Mogador, η Pricia, η Luna, η Wonder cot κ.α. Φαίνεται ότι καλύτερα ανταποκρινόμενες είναι οι ποικιλίες Luna και Wonder cot. Η μέχρι στιγμής παραγωγή ανέρχεται στους 70 με 80 τόνους.