Σε πολλές περιοχές, ύστερα από παρατεταμένη ανομβρία, οι ελαιώνες μπαίνουν στο φθινόπωρο με καρπό εμφανώς καταπονημένο. Ο ΑγροΤύπος μίλησε με τον κ. Κώστα Χαρτζουλάκη, γεωπόνο–ερευνητή και συγγραφέα του βιβλίου «Η άρδευση των καλλιεργειών», για το πότε και πόσο πρέπει να ποτίζεται η ελιά.
Όπως εξηγεί, η ελιά –ως ξηροθερμικό είδος– μπορεί να «συνεφέρει» με μία καλή βροχή, γύρω στα 20 χιλιοστά (≈20 κ.μ./στρ.) «τα δέντρα θα ανακάμψουν σιγά-σιγά». Το κρίσιμο όμως είναι ότι το ελαιόλαδο μέσα στον καρπό δεν αποκαθίσταται πλήρως: επηρεάζονται ποσότητα και ποιότητα, γιατί «άλλο λάδι δίνει καρπός με ικανοποιητική σάρκα/ενδοκάρπιο και άλλο όταν το “φιλείο” γυρίζει προς το κουκούτσι». Με άλλα λόγια, η βροχή βοηθά το δέντρο, όχι όμως πλήρως τον ελαιόκαρπο και το λάδι του.
Με αυτό ως δεδομένο, ο κ. Χαρτζουλάκης περνά στα στάδια-κλειδιά, όπου το νερό «γράφει» πάνω στην παραγωγή και την ποιότητα.
Τα τρία κρίσιμα στάδια άρδευσης
1) Δημιουργία ανθικών καταβολών (Φεβρουάριος–Απρίλιος). Συνήθως «το στάδιο αυτό καλύπτεται από τις βροχές». Όταν όμως συμπέσουν ανομβρία και υψηλές θερμοκρασίες, σχηματίζονται ατελή άνθη και, παρότι τα δέντρα «ανθοφορούν κανονικά», «δεν θα δέσουμε» γιατί τα άνθη είναι προβληματικά. Πρόκειται για μια σιωπηρή απώλεια που φαίνεται αργότερα στην καρπόδεση.
2) Καρπόδεση & νεαρή βλάστηση (Απρίλιος–μέσα Ιουνίου). Το πιο κρίσιμο σημείο της χρονιάς. Η έλλειψη υγρασίας –από καύσωνες, ανέμους/σκόνη Σαχάρας ή απουσία βροχών– «ρίχνει» την καρπόδεση και «κόβει» τη νεαρή βλάστηση που θα καρποφορήσει τον επόμενο χρόνο. «Μεγάλο λάθος να λέει ο παραγωγός “δεν έχω φέτος παραγωγή, άρα δεν ποτίζω”», υπογραμμίζει. Ο στόχος είναι νέα βλάστηση >20–25 εκ., για να «στηθεί» η επόμενη χρονιά.
3) Σχηματισμός ελαιόκοκκου (Αύγουστος–Οκτώβριος). Εδώ κρίνεται ο όγκος και η ποιότητα του ελαίου. Σε περιοχές όπως η Κρήτη οι βροχές είναι σπάνιες, άρα η άρδευση γίνεται αναγκαία ώστε να μη «στεγνώσει» ο καρπός και να συνεχιστεί ο σχηματισμός ελαίου στη σάρκα.
Από πρακτική σκοπιά, όταν το νερό δεν επαρκεί, η λύση δεν είναι να σταματά το πότισμα, αλλά να στοχεύει κανείς στα καίρια σημεία — δηλαδή να εφαρμόζει ελλειμματική άρδευση.
Ελλειμματική άρδευση: πώς «δουλεύει» στην πράξη
Ο κ. Χαρτζουλάκης περιγράφει ένα λειτουργικό πρωτόκολλο για χρόνια πίεσης νερού: στοχευμένο πότισμα λίγο πριν/στην έναρξη της άνθησης–καρπόδεσης (ιδίως αν ο Μάιος «βγει» χωρίς βροχές), για να «ξαναδούμε υγρασία». Ένα-δυο ποτίσματα μέχρι τις 15 Ιουνίου στηρίζουν την καρπόδεση και τη βλάστηση. Ακολουθεί παύση τον Ιούλιο όταν το νερό δεν επαρκεί – «εξοικονόμηση περίπου 25–30% ανάλογα με το έδαφος» – και επανέναρξη στις αρχές Αυγούστου, συχνά μαζί με λίπανση καλίου μέσω άρδευσης, περίοδο όπου «το χρειάζεται το φυτό για να αυξήσει την ελαιοπεριεκτικότητα» και να είναι άμεσα προσλήψιμο. Ούτε «ποτίζω όπως όπως», ούτε «κόβω τελείως»· ποτίζω εκεί που μετράει.
Πότισμα με βάση το έδαφος
«Δεν μιλάμε καθόλου για επιφανειακή άρδευση· μιλάμε για στάγδην», τονίζει ο κ. Χαρτζουλάκης. Κλειδί είναι να γνωρίζουμε πρώτα το χωράφι μας: η ανάλυση εδάφους δείχνει τη σύσταση και από εκεί προκύπτουν συχνότητα και δόση. Όπως λέει, «η σύσταση του εδάφους θα καθορίσει κάθε πότε θα ποτίσουν».
Σε ελαφρά/αμμώδη εδάφη το νερό “φεύγει” πιο γρήγορα· χρειάζονται μικρές ποσότητες, πιο συχνά (ακόμη και ανά 2–3–5 ημέρες). Σε μέτρια προς βαριά/αργιλώδη εδάφη κρατιέται περισσότερο· ποτίζουμε αραιότερα αλλά με μεγαλύτερες δόσεις (ως και μία φορά τη βδομάδα ή και παραπάνω, ανάλογα με τη σύσταση). Έτσι αποφεύγονται και η σπατάλη και το στρες από εναλλαγές ξηρασίας–υπερποτισμού.
Η στάγδην λειτουργεί και ως όχημα στοχευμένης λίπανσης. Όταν το νερό δεν επαρκεί και γίνεται παύση τον Ιούλιο, η επανεκκίνηση τον Αύγουστο συχνά συνοδεύεται από κάλιο μέσω του λιπαντήρα — περίοδος που, όπως σημειώνει, «το χρειάζεται το φυτό για να αυξήσει την ελαιοπεριεκτικότητα» και να το προσλάβει άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο ο τρόπος ποτίσματος “δένει” με το έδαφος και τη θρέψη, υπηρετώντας το αποτέλεσμα στον καρπό και το λάδι.
Τεχνολογία & γεωργία ακριβείας: η απόφαση στο κινητό
«Σήμερα ο παραγωγός, με πολύ μικρό κόστος, μπορεί να παίρνει σε πραγματικό χρόνο στο κινητό του το πότε και πόσο να ποτίσει», τονίζει ο κ. Χαρτζουλάκης. Η λογική είναι απλή: ένας μικρός μετεωρολογικός σταθμός και βασικοί αισθητήρες στο χωράφι τροφοδοτούν μια πλατφόρμα που «διαβάζει» το έδαφος, το στάδιο ανάπτυξης και τα καιρικά δεδομένα, και επιστρέφει συγκεκριμένη οδηγία: σήμερα ποτίζεις — με αυτή την ποσότητα. Όχι γενικόλογα, αλλά με πραγματικά στοιχεία του αγρού εκείνης της ημέρας.
Στην πράξη, ο παραγωγός εγγράφεται σε μια πλατφόρμα, συμπληρώνει τα στοιχεία του αγρού (σύσταση εδάφους, πυκνότητα φύτευσης, στάδιο του δέντρου) και, από εκεί και πέρα, λαμβάνει ειδοποιήσεις στο κινητό του: «σήμερα πρέπει να ποτίσετε και με αυτή την ποσότητα». Η σύσταση μπορεί να αφορά μία ή περισσότερες ζώνες του αγρού, ακολουθώντας τις πραγματικές ανάγκες, όπως τις «βλέπει» το σύστημα την ίδια στιγμή.
Τι δυσκολεύει την άρδευση στην πράξη
Πέρα από τα τεχνικά, ο κ. Χαρτζουλάκης βάζει στο τραπέζι τις δομικές αδυναμίες του τομέα. Πρώτα απ’ όλα, η απόσταση ανάμεσα στο «υπάρχει η τεχνολογία» και στο «την εφαρμόζω κάθε μέρα». Όπως λέει, τα εργαλεία είναι πλέον φτηνά και διαθέσιμα, όμως «το θέμα δεν είναι η τεχνολογία—είναι να αλλάξουμε νοοτροπία». Δηλαδή να περάσουμε από τις συνήθειες του “με το μάτι” σε αποφάσεις ποτίσματος με δεδομένα (στάδιο, έδαφος, καιρός).
Δεύτερον, ο πολυτεμαχισμός του κλήρου κάνει δύσκολη τη διαχείριση: πολλά και μικρά τεμάχια σημαίνουν περισσότερα δίκτυα, περισσότερες βάνες, ανομοιομορφίες εδάφους και, τελικά, υψηλότερη πολυπλοκότητα για να κρατηθεί ένας ρυθμός ποτίσματος που να έχει νόημα. Εδώ, ο κ. Χαρτζουλάκης επιμένει στην ανάγκη οργάνωσης: «οι παραγωγοί δεν είναι οργανωμένοι» και «μια κινητοποίηση για μια μέρα δεν αλλάζει τίποτα». Η ουσία είναι να υπάρχει συντονισμός και συνέπεια, όχι αποσπασματικές κινήσεις.
Τρίτον, η σύγκλιση με άλλες χώρες. «Άλλες χώρες κάνουν άλματα», λέει ο κ. Χαρτζουλάκης. Για να ακολουθήσουμε, χρειάζονται σταθερό πλαίσιο, καλύτερος συντονισμός και αρωγή της πολιτείας — όχι μόνο στις διακρίσεις και τις βραβεύσεις. Στόχος είναι ο προγραμματισμός άρδευσης βάσει δεδομένων να εφαρμόζεται καθημερινά, ώστε οι ορθές πρακτικές να γίνουν κανόνας στη μεγαλύτερη καλλιέργεια της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σωστή άρδευση «πιάνει τόπο» όταν συνδυάζεται με αλλαγή νοοτροπίας, συνεργασία και προσήλωση στα βασικά — όχι μόνο με εξοπλισμό.
Άρδευση: μοχλός ποιότητας και σταθερότητας
Η άρδευση δεν είναι «νερό που φεύγει»· είναι στρατηγικό εργαλείο που προστατεύει την καρπόδεση, κρατά ενεργό τον σχηματισμό ελαίου και χτίζει την παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Μετά από ξηρασία το δέντρο μπορεί να συνέλθει με μια καλή βροχή, το λάδι όμως που δεν σχηματίστηκε δεν επιστρέφει—γι’ αυτό ποτίζουμε έγκαιρα στα τρία κρίσιμα παράθυρα, ακόμη κι αν «δεν έχει χρονιά», ώστε να πετύχουμε νέα βλάστηση. Με λίγα λόγια: ποτίζουμε εκεί που μετράει, για καρπό και λάδι που να ανταμείβουν τον κόπο του παραγωγού.