Μετά τη συγκομιδή, οι καλλιέργειες μηλιάς, αχλαδιάς και κυδωνιάς εισέρχονται σε μια κρίσιμη φάση, όπου η σωστή μετασυλλεκτική φροντίδα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της επόμενης παραγωγής.
Ο κ. Γεώργιος Νάνος, Καθηγητής Δενδροκομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, αναλύει στον ΑγροΤύπο τους σωστούς χειρισμούς και εξηγεί γιατί αυτή η περίοδος αποτελεί το θεμέλιο μιας υγιούς, αποδοτικής και βιώσιμης καλλιέργειας.
Η σημασία των μετασυλλεκτικών χειρισμών
Οι μετασυλλεκτικοί χειρισμοί περιλαμβάνουν τόσο ενέργειες θρέψης όσο και πρακτικές φυτοπροστασίας, που θέτουν τα θεμέλια για την υγεία και την παραγωγικότητα των δέντρων.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, οι μετασυλλεκτικοί χειρισμοί δεν περιορίζονται μόνο στην αντιμετώπιση ασθενειών και εχθρών, αλλά αποτελούν το πρώτο βήμα σωστής θρέψης των δέντρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο.
Η διαφυλλική εφαρμογή ουρίας, βορίου και ψευδαργύρου αμέσως μετά τη συγκομιδή βοηθά τα μηλοειδή να αποθηκεύσουν πολύτιμα θρεπτικά στοιχεία, ώστε να είναι έτοιμα για την άνθιση και την καρπόδεση της άνοιξης.
«Οι εφαρμογές θρεπτικών από το έδαφος μέχρι και τον Μάρτιο δεν αρκούν για να βελτιώσουν τη θρέψη των δέντρων», τονίζει ο καθηγητής. Μέχρι τότε, τα δέντρα «χρησιμοποιούν τα αποθηκευμένα στοιχεία που έχουν ήδη απορροφήσει, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δόθηκαν διαφυλλικά μετά τη συγκομιδή».
Η περίοδος αυτή, σημειώνει, είναι κρίσιμη γιατί καθορίζει τη φυσιολογική ετοιμότητα των δέντρων για τη νέα παραγωγή. Από τα τέλη Μαρτίου και μετά ξεκινά η πραγματική απορρόφηση θρεπτικών από το έδαφος, ενώ από τον Απρίλιο οι ανάγκες σε άζωτο αυξάνονται σταδιακά. Όπως υπογραμμίζει, «η υπερβολική λίπανση οδηγεί σε υπερβολική βλάστηση και καθιστά τα δέντρα πιο ευάλωτα σε ασθένειες και μυζητικά έντομα».
Παράλληλα, οι μετασυλλεκτικές επεμβάσεις συμβάλλουν στη μείωση του μολύσματος από παθογόνα και στη μείωση πληθυσμών διαχειμαζόντων εντόμων, γεγονός που καθιστά πιο αποτελεσματική τη φυτοπροστασία την άνοιξη.
Ασθένειες και εχθροί: πρόληψη πριν από την άνοιξη
Ο κ. Νάνος επισημαίνει ότι η μετασυλλεκτική περίοδος αποτελεί καθοριστικό στάδιο για τη μείωση των μολυσμάτων και των πληθυσμών εντόμων που διαχειμάζουν, ώστε η επόμενη άνοιξη να ξεκινήσει με υγιή και ισορροπημένα δέντρα.
Για το φουζικλάδιο, εξηγεί ότι τα προσβεβλημένα φύλλα που παραμένουν στο χωράφι μπορούν να μετατραπούν σε εστίες ασκοθηκίων και ασκοσπορίων, ικανών να προκαλέσουν νέες προσβολές τη νέα βλαστική περίοδο. Όπως τονίζει, «δεν συνιστάται η αναμόχλευση του εδάφους για να σαπίσουν τα φύλλα, καθώς δεν πρέπει να παραμένει γυμνό το έδαφος το φθινόπωρο — υπάρχει έντονος κίνδυνος διάβρωσης».
Οι βιοκαλλιεργητές, όπως εξηγεί, έχουν περιορισμένες επιλογές και μπορούν να καταφύγουν στην ενσωμάτωση φύλλων και σπορά φυτού για χλωρή λίπανση, πρακτική που όμως ενέχει αυξημένο κίνδυνο διάβρωσης.
Αντίθετα, οι υπόλοιποι παραγωγοί μπορούν να εφαρμόσουν ψεκασμό ουρίας 5–6% τον Οκτώβριο, ώστε «να φορτωθούν τα φύλλα με άζωτο και να σαπίσουν γρηγορότερα μετά την πτώση τους». Ο ψεκασμός αυτός πρέπει να γίνεται όταν το έδαφος είναι ήδη καλυμμένο με χαμηλή βλάστηση ή ζιζάνια, ώστε να προκληθεί ταχύτερη σήψη των φύλλων και να αποτραπεί ο σχηματισμός ασκοθηκίων.
Για το βακτηριακό κάψιμο, η σύσταση είναι συγκεκριμένη: «να αφαιρούνται σε υγιές ξύλο όλα τα προσβεβλημένα τμήματα των δέντρων και να καίγονται, ακολουθούμενα από ψεκασμό με χαλκούχο για προστασία των πληγών». Όπως εξηγεί, αυτή την εποχή «δεν υπάρχουν ευαίσθητα τμήματα των δέντρων που θα προσβληθούν, εκτός αν έχει προηγηθεί υπερβολική λίπανση αζώτου».
Αναφορικά με την ψύλλα της αχλαδιάς, ο καθηγητής σημειώνει ότι μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται και μετά τη συγκομιδή. Στη φάση αυτή, όπως λέει, μπορούν να χρησιμοποιηθούν «διάφορα “ματζούνια”, όπως απορρυπαντικά, αλκοόλη ή λάδια, καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος κοσμητικής ζημιάς στους καρπούς». Εφιστά όμως την προσοχή, γιατί «η καταστροφή των φύλλων από τον Αύγουστο έχει αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή της επόμενης χρονιάς».
Παράλληλα, τονίζει τη σημασία του χαμηλού διαθέσιμου αζώτου στο έδαφος, ώστε να μη διεγείρεται νέα βλάστηση που θα είναι ευάλωτη σε ψύλλα και βακτηριακό κάψιμο.
Όσο για τα κοκκοειδή, ο κ. Νάνος εξηγεί πως «έχουν ήδη αναπτυχθεί προσυλλεκτικά σε δέντρα με έντονη βλάστηση λόγω υψηλής διαθεσιμότητας αζώτου και κακού κλαδέματος». Δεν αναπτύσσονται περαιτέρω μετασυλλεκτικά, ενώ η αποτελεσματική τους αντιμετώπιση βασίζεται στο σωστό κλάδεμα, στη χρήση πολτών στο τέλος του χειμώνα κατά την εκκόλαψη των προνυμφών, στη χαμηλή διαθεσιμότητα αζώτου και στο θερινό κλάδεμα.
Πρακτικές εφαρμογές: κλάδεμα, ψεκασμοί και ασφάλεια εδάφους
Ο καθηγητής εμβαθύνει στις εφαρμογές που ακολουθούν τη συγκομιδή, εξηγώντας τι πρέπει να προσέχουν οι παραγωγοί στο κλάδεμα, τους ψεκασμούς και τη φροντίδα του εδάφους.
Ο ίδιος τονίζει ότι η ενσωμάτωση των φύλλων με αναμόχλευση του εδάφους δεν αποτελεί πλέον αποδεκτή πρακτική, καθώς «το γυμνό έδαφος αργά το φθινόπωρο και νωρίς τον χειμώνα δεν επιτρέπεται». Η μέθοδος αυτή, όπως εξηγεί, εγκυμονεί κινδύνους διάβρωσης και έχει εγκαταλειφθεί στις σύγχρονες καλλιεργητικές πρακτικές.
Τα προσβεβλημένα κλαδιά πρέπει να αφαιρούνται έγκαιρα, «σε υγιές ξύλο και να καίγονται από αργά το φθινόπωρο και πριν από το κλάδεμα». Μετά το κλάδεμα, τα υπόλοιπα κλαδευτικά συνιστάται να τεμαχίζονται εντός του οπωρώνα, ώστε να επιστρέψουν στο έδαφος ως οργανική ουσία.
Ο καθηγητής επισημαίνει πως αμέσως μετά το πέρας του κλαδέματος πρέπει να ακολουθεί κάλυψη των μεγάλων πληγών με προστατευτικό υλικό και ψεκασμός των δέντρων με χαλκούχο σκεύασμα. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι «οι ψεκασμοί με χαλκούχα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν, ακόμη και στους βιοκαλλιεργητές, καθώς απαγορεύεται η εφαρμογή άνω των 0,6 κιλών χαλκού ανά στρέμμα το έτος». Για πολλές περιπτώσεις απολύμανσης, «προτιμάται το θειασβέστιο, από νωρίς τον χειμώνα και σε μικρές δόσεις την άνοιξη».
Σχετικά με τους ψεκασμούς με ορυκτέλαια, ο καθηγητής εξηγεί ότι αυτοί πρέπει να πραγματοποιούνται «μόνο αργά τον χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη, όταν τα έντομα στόχοι δραστηριοποιούνται και οι προνύμφες είναι ενεργές». Η ωοκτόνος δράση των σημερινών πολτών είναι περιορισμένη, ενώ η προσθήκη πυρεθρίνης «δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική πλέον, λόγω επανειλημμένων χρήσεων των ίδιων σκευασμάτων». Αντίθετα, αναφέρει ότι υπάρχουν σκευάσματα με καολίνη τα οποία «έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα έναντι προνυμφών εντόμων όπως τα κοκκοειδή και η ψύλλα, νωρίς την άνοιξη και πριν από την άνθιση ή μετά την καρπόδεση».
Για την καρπόκαψα, ο κ. Νάνος σημειώνει ότι «η αντιμετώπιση σήμερα γίνεται με παρεμπόδιση σύζευξης (κομφούζιο), που έχει μειώσει σημαντικά τους πληθυσμούς όπου εφαρμόζεται καθολικά». Η τελευταία γενιά του εντόμου, προσθέτει, «εμφανίζεται αργά τον Αύγουστο και στη συνέχεια διαχειμάζει». Η αντιμετώπισή της μπορεί να περιλαμβάνει «τοποθέτηση λωρίδων οντουλέ χαρτιού στους κορμούς και απομάκρυνσή τους αργά τον χειμώνα», ή εναλλακτικά καθαρισμό της επιφάνειας του εδάφους γύρω από τον κορμό, επάλειψη με βορδιγάλειο πολτό ή εφαρμογή νηματωδών που καταναλώνουν τις νύμφες στο έδαφος.
Η δύναμη της συλλογικής δράσης
Η επιτυχία κάθε προγράμματος φυτοπροστασίας, σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Νάνο, «εξαρτάται από τον συντονισμό όλων των παραγωγών μιας περιοχής». Όπως εξηγεί, τα παθογόνα και αρκετά έντομα μπορούν να κινηθούν σε σημαντικές αποστάσεις και να προσβάλουν τα ευαίσθητα στάδια των μηλοειδών την άνοιξη και το καλοκαίρι. «Αν δεν ενεργήσουν όλοι μαζί, το πρόβλημα μεταφέρεται από οπωρώνα σε οπωρώνα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι η συλλογική δράση συχνά προσκρούει στην ύπαρξη πολλών εγκαταλειμμένων οπωρώνων, που λειτουργούν ως πηγές μόλυνσης και εστιών ανάπτυξης επιβλαβών εντόμων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως παρατηρεί, «στις εγκαταλειμμένες αχλαδιές δεν υπάρχει ψύλλα λόγω της δράσης ωφέλιμων εντόμων και της αδύναμης βλάστησης», ωστόσο αποτελούν «σοβαρή πηγή μολύσματος για το βακτηριακό κάψιμο».
Ως παράδειγμα επιτυχημένης ομαδικής διαχείρισης, ο καθηγητής αναφέρει τον Α.Σ. Ζαγοράς Πηλίου, όπου «η διαχείριση της καρπόκαψας γίνεται κεντρικά με εξατμιστήρες φερομόνης σε όλη την περιοχή από το προσωπικό του συνεταιρισμού». Το αποτέλεσμα, όπως τονίζει, είναι εντυπωσιακό: «εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια δεν υπάρχει καρπόκαψα ή προσβολή από αυτή, ενώ δεν εφαρμόζεται πια κανένα εντομοκτόνο».
Η εκπαίδευση και η συνεργασία με τους γεωπόνους
Αναφερόμενος στη συνεργασία των παραγωγών με τους γεωπόνους, ο καθηγητής διακρίνει δύο κατηγορίες επαγγελματιών: εκείνους που διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και πρακτική γνώση της καλλιέργειας, «γνωρίζοντας πολύ περισσότερα πρακτικά από εμένα», όπως λέει, και εκείνους που «δεν έχουν αρκετή εμπειρία και αντλούν τις γνώσεις τους κυρίως από τους διακινητές σκευασμάτων εταιρειών».
Παρά τη σημαντική δουλειά των Περιφερειακών Κέντρων μέσω των Γεωργικών Προειδοποιήσεων, η ενημέρωση, σύμφωνα με τον ίδιο, «παραμένει σε επίπεδο περιοχής και όχι οπωρώνα», ενώ η τοπική εμπειρία και εξειδίκευση είναι αναγκαίες για αποτελεσματική διαχείριση.
Η ουσιαστική πρόοδος, όπως υπογραμμίζει, «θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από συνεργασία ερευνητικών φορέων και στοχευμένη κατάρτιση», όμως τέτοιες πρωτοβουλίες «είναι σχεδόν ανύπαρκτες σήμερα στις περιοχές που καλλιεργούνται τα μηλοειδή».
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Νάνος δεν διστάζει να σχολιάσει ότι «ο εγωισμός και η ημιμάθεια κοστίζουν χρήματα στους παραγωγούς και φρενάρουν την πρόοδο της ελληνικής δενδροκομίας». Τονίζει πως η ταπεινότητα στη μάθηση και η συνεργασία όλων των κρίκων της αλυσίδας – από τον γεωπόνο έως τον παραγωγό – αποτελούν προϋπόθεση για μια βιώσιμη και ανταγωνιστική καλλιέργεια.
Το μέλλον της καλλιέργειας ξεκινά μετά τη συγκομιδή
Η μετασυλλεκτική περίοδος δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή της επόμενης παραγωγής. Η σωστή προετοιμασία των δέντρων, η μείωση του μολύσματος και η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων αποτελούν το θεμέλιο μιας υγιούς και βιώσιμης δενδροκομίας. Η ελληνική δενδροκομία – και ιδιαίτερα η καλλιέργεια των μηλοειδών – μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική και να εξελιχθεί μόνο μέσα από συνεχή διάθεση για μάθηση και συνεργασία μεταξύ παραγωγών και γεωπόνων, ώστε η προσπάθεια κάθε παραγωγού να έχει αντίκρισμα και διάρκεια.