Η προστασία του εδάφους – ενός πόρου θεμελιώδους σημασίας για την αγροτική παραγωγή, τη βιοποικιλότητα και το κλίμα – αποκτά για πρώτη φορά ενιαία και δεσμευτική ευρωπαϊκή βάση. Με τη δημοσίευση της Οδηγίας (ΕΕ) 2025/2360 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 26 Νοεμβρίου 2025, η Ένωση κάνει ένα βήμα που εδώ και χρόνια συζητείται: τη δημιουργία κοινού συστήματος παρακολούθησης και κατανόησης της υγείας των ευρωπαϊκών εδαφών. Η Οδηγία θα τεθεί σε ισχύ στις 16 Δεκεμβρίου 2025 και σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου για τη διαχείριση του εδάφους σε όλη την ΕΕ.
Ένα ενιαίο πλαίσιο για την υγεία του εδάφους
Η Οδηγία καθιερώνει, για πρώτη φορά, ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο που ορίζει τι σημαίνει «υγεία του εδάφους», με ποιον τρόπο παρακολουθείται και πώς αναφέρεται σε επίπεδο κρατών-μελών. Προβλέπει συγκεκριμένους ορισμούς, μεθόδους αξιολόγησης και διαδικασίες μέσω των οποίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος θα λαμβάνουν συγκρίσιμα δεδομένα. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μία κοινή «γλώσσα» για όλα τα είδη εδαφών – αγροτικά, δασικά και αστικά – με στόχο τη σταδιακή επίτευξη υγιών εδαφών έως το 2050.
Παρακολούθηση, ανθεκτικότητα και διαχείριση των κινδύνων
Στο επίκεντρο της Οδηγίας βρίσκεται η συστηματική παρακολούθηση της υγείας του εδάφους. Τα κράτη-μέλη καλούνται να αξιολογούν βασικούς δείκτες, όπως η σφράγιση και η απομάκρυνση εδάφους, μέσα σε καθορισμένες γεωγραφικές ενότητες, ώστε να αποκτούν σαφή εικόνα των αλλαγών και της κατάστασης του εδαφικού πόρου. Παράλληλα, η Οδηγία προβλέπει μέτρα ενίσχυσης της εδαφικής ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της χαρτογράφησης των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, ώστε οι ιδιοκτήτες και οι διαχειριστές γης να γνωρίζουν ποιες μορφές υποστήριξης μπορούν να αξιοποιήσουν κατά την εφαρμογή πρακτικών παρακολούθησης και βιώσιμης διαχείρισης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στη διαχείριση των μολυσμένων εδαφών. Η Οδηγία εισάγει διαδικασίες εντοπισμού, διερεύνησης και αντιμετώπισης τέτοιων περιοχών, ενώ προβλέπει δημόσια πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. Η προσέγγιση βασίζεται στην αξιολόγηση κινδύνου, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέτρα ανάλογα με το επίπεδο απειλής για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων αποτελεί σημαντικό υποστηρικτικό μηχανισμό, διευκολύνοντας την εφαρμογή δράσεων τόσο για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των εδαφών όσο και για τη διαχείριση μολυσμένων περιοχών.
Υποχρεώσεις αναφοράς και ευρωπαϊκή παρακολούθηση
Κάθε έξι χρόνια, τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος πλήρη δεδομένα για την κατάσταση των εδαφών τους. Αυτή η περιοδική αναφορά δημιουργεί έναν κύκλο αξιολόγησης που επιτρέπει την κατανόηση της εξέλιξης της εδαφικής υγείας σε βάθος χρόνου και ενισχύει την ικανότητα της ΕΕ να λαμβάνει στοχευμένες πολιτικές αποφάσεις. Παράλληλα, η Οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, ώστε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επικαιροποιεί τεχνικές λεπτομέρειες όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Αξιολόγηση και ευρύτερη σημασία της Οδηγίας
Η αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου θα αξιολογηθεί επτάμισι χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του. Η Οδηγία, η οποία προέκυψε μέσα από τη Στρατηγική Εδάφους της ΕΕ για το 2030, αποτελεί τον πρώτο ενιαίο ευρωπαϊκό μηχανισμό για την παρακολούθηση και βιώσιμη διαχείριση των εδαφών. Η σημασία της είναι ευρύτερη: δεν αφορά μόνο την περιβαλλοντική πολιτική, αλλά επηρεάζει άμεσα την παραγωγή τροφίμων, τη διαχείριση της γης και τη συνολική ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικοσυστημάτων.
Το επόμενο βήμα στην εδαφική παρακολούθηση
Με την επικείμενη έναρξη ισχύος της Οδηγίας, διαμορφώνεται για πρώτη φορά ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο μέσα από το οποίο τα κράτη-μέλη θα παρακολουθούν και θα αναφέρουν συστηματικά την κατάσταση των εδαφών τους. Το νέο αυτό σύστημα δεν τροποποιεί τις χρήσεις γης, αλλά καθορίζει τις διαδικασίες συλλογής και κοινοποίησης δεδομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εφαρμογή του θα εξελίσσεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια, με ορίζοντα την πλήρη αξιολόγησή του το 2050.
Πηγή: Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης