Καθώς βρισκόμαστε πλέον προς το τέλος του Νοεμβρίου, με τις νύχτες να γίνονται ολοένα και πιο ψυχρές και τη θερμοκρασία να υποχωρεί απότομα, τα ελαιόδεντρα εισέρχονται σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη φάση· δεν έχουν ακόμη περάσει πλήρως στον χειμερινό λήθαργο, γεγονός που τα καθιστά πιο εκτεθειμένα στις χαμηλές θερμοκρασίες και αυξάνει τον κίνδυνο ζημιών από παγετό. Οι παγετοί μπορούν να επηρεάσουν τόσο τη βλάστηση όσο και την παραγωγή της χρονιάς, αλλά και των επόμενων ετών, καθώς η ελιά παρουσιάζει υψηλή ευαισθησία στο ψύχος. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμο για τους παραγωγούς να γνωρίζουν πότε κινδυνεύει η ελιά, ποιοι παράγοντες καθορίζουν το μέγεθος των ζημιών και ποιες πρακτικές μπορούν να συμβάλουν στην προστασία ή την αποκατάσταση των δένδρων.
Πότε κινδυνεύει η ελιά
Η αντοχή του δένδρου στο ψύχος διαφέρει ανάλογα με το όργανο και το στάδιο ανάπτυξης. Οι καρποί αρχίζουν να ζημιώνονται στους –2°C, ενώ οι ανθοφόροι οφθαλμοί, τα φύλλα και οι νεαροί βλαστοί επηρεάζονται γύρω στους –4°C. Μεγαλύτερης ηλικίας βλαστοί και βραχίονες παθαίνουν ζημιές μεταξύ –7°C και –10,5°C, ενώ σε ακόμη χαμηλότερες θερμοκρασίες επηρεάζονται ο κορμός και το ριζικό σύστημα. Σημαντικό είναι επίσης ότι η διάρκεια του παγετού παίζει καθοριστικό ρόλο: παρατεταμένες θερμοκρασίες –3°C έως –5°C μπορεί να προκαλέσουν ζημιές αντίστοιχες με μια σύντομη έκθεση στους –12°C. Η ένταση της ζημιάς δεν καθορίζεται μόνο από τη θερμοκρασία, αλλά και από το πόσο γρήγορα πέφτει και πόσο διαρκεί, κάτι που εξηγεί γιατί ακόμη και ήπιοι παγετοί μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες όταν επιμένουν.
Τι καθορίζει την ένταση των ζημιών
Το μέγεθος της ζημιάς επηρεάζεται από μετεωρολογικούς, τοπογραφικούς και φυτικούς παράγοντες. Η ταχύτητα πτώσης της θερμοκρασίας, η υδατοπεριεκτικότητα των ιστών και η διάρκεια του παγετού καθορίζουν τον βαθμό σχηματισμού παγοκρυστάλλων, οι οποίοι καταστρέφουν τους φυτικούς ιστούς. Εδάφη με νότια έκθεση ή πιο συμπαγή δομή θερμαίνονται περισσότερο και προστατεύουν καλύτερα τα δένδρα, ενώ αμμώδη εδάφη και βορινές θέσεις αυξάνουν τον κίνδυνο.
Το βλαστικό στάδιο του δένδρου παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Το φθινόπωρο και στις αρχές της άνοιξης τα ελαιόδεντρα είναι πιο ευαίσθητα στο ψύχος, καθώς δεν έχουν ακόμη εισέλθει πλήρως σε ληθαργική κατάσταση· αντίθετα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα η αντοχή τους αυξάνεται λόγω του φυσικού λήθαργου. Παράγοντες που επηρεάζουν τον χρόνο εισόδου στον λήθαργο μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν την ευπάθεια των δένδρων σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Πώς οι καλλιεργητικές πρακτικές επηρεάζουν την αντοχή
Η θρέψη, η άρδευση, το κλάδεμα και η παρουσία ζιζανίων επηρεάζουν σημαντικά την αντοχή στο ψύχος. Η υπερβολική ή όψιμη αζωτούχος λίπανση μειώνει την αντοχή, καθώς οδηγεί σε τρυφερή και ευαίσθητη βλάστηση, ενώ η επάρκεια καλίου και βορίου συνδέεται με αυξημένη ανθεκτικότητα. Οι όψιμες αρδεύσεις το φθινόπωρο αυξάνουν την υγρασία των ιστών και καθυστερούν τον λήθαργο, ενισχύοντας την ευαισθησία στο ψύχος. Αντίστοιχα, το κλάδεμα κατά τους μήνες Νοέμβριο έως Φεβρουάριο εξασθενεί τα δένδρα, ενώ η ύπαρξη ζιζανίων συμβάλλει στη μείωση της θερμοκρασίας του εδάφους, αυξάνοντας την πιθανότητα ζημιών.
Πώς φαίνεται η ζημιά στην ελιά
Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με την ένταση του παγετού. Σε ήπιο παγετό παρατηρούνται ξηράνσεις στις κορυφές των ετήσιων βλαστών και μερική έως ολική φυλλόπτωση. Σε μέτριο παγετό, οι ζημιές επεκτείνονται σε παλαιότερους βλαστούς, τα φύλλα ξεραίνονται και μένουν πάνω στο δένδρο, ενώ ο φλοιός σχίζεται και ανασηκώνεται εύκολα. Σε έντονους παγετούς κάτω από –10,5°C έως –12,5°C καταστρέφεται το σύνολο της κόμης, εμφανίζονται σχισίματα ακόμη και στον κορμό και σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάζεται και το ριζικό σύστημα, οδηγώντας μέχρι και σε ολική απώλεια των δένδρων.
Μεταχείριση παγετόπληκτων δένδρων
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη βαρύτητα της ζημιάς, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται άμεσο κλάδεμα. Τα δένδρα αφήνονται να ξεκινήσουν νέα βλάστηση ώστε να φανεί το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς. Σε ήπιο παγετό εφαρμόζονται χαλκούχοι ψεκασμοί και την άνοιξη πραγματοποιείται ελαφρύ κλάδεμα.
Στους μέτριους παγετούς, η επέμβαση διαφέρει ανάλογα με το αν έχουν επηρεαστεί μόνο οι βλαστοί ή και οι βραχίονες. Όταν η ζημιά περιορίζεται στους βλαστούς, η αποκατάσταση είναι συντομότερη, ενώ σε περιπτώσεις που επεκτείνεται και στους βραχίονες απαιτείται αφαίρεσή τους και ο χρόνος επαναφοράς της παραγωγής φτάνει τα δύο έως τέσσερα χρόνια.
Σε ισχυρούς παγετούς, ο κορμός κόβεται χαμηλά ώστε το δέντρο να αναβλαστήσει από λανθάνοντες οφθαλμούς. Η πλήρης αποκατάσταση διαφέρει ανάλογα με τον τύπο πολλαπλασιασμού, καθώς τα αυτόρριζα δένδρα ανακάμπτουν ταχύτερα από τα εμβολιασμένα, με συνολικό χρόνο επαναφοράς περίπου τρία έως πέντε χρόνια.
Προστασία του ελαιώνα πριν και κατά τη διάρκεια του παγετού
Η προστασία ξεκινά ήδη από την εγκατάσταση του ελαιώνα, αποφεύγοντας περιοχές όπου οι θερμοκρασίες πέφτουν συχνά κάτω από –7°C και εδάφη με αυξημένη ευαισθησία στον παγετό. Σημαντικά προληπτικά μέτρα είναι η αποφυγή κλαδέματος τον χειμώνα, η αποφυγή όψιμων αρδεύσεων, η έγκαιρη καταπολέμηση ζιζανίων και η ισορροπημένη λίπανση. Προστατευτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα σκευάσματα συμβάλλουν στη μείωση παγοποιητικών παραγόντων και ενισχύουν την αντοχή των ιστών. Σε άμεσες μεθόδους προστασίας περιλαμβάνεται η τεχνητή βροχή, η οποία είναι αποτελεσματική σε παγετούς ακτινοβολίας όταν εφαρμόζεται σωστά, ενώ η χρήση ανεμομικτών και θερμαστρών παρουσιάζει περιορισμένη αποτελεσματικότητα και εφαρμόζεται επιλεκτικά.
Το μήνυμα της ελιάς στον παραγωγό
Οι ζημιές από παγετούς αποτελούν μια από τις σοβαρότερες απειλές για την ελιά, επηρεάζοντας όχι μόνο τη βλάστηση και την παραγωγή της τρέχουσας χρονιάς αλλά και των επόμενων. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι όταν ο παραγωγός γνωρίζει πώς επιδρά το ψύχος στο δένδρο και εφαρμόζει εγκαίρως τις κατάλληλες πρακτικές, μπορεί να μειώσει σημαντικά την ένταση των ζημιών.
Σε περιπτώσεις που ο παγετός τελικά αφήσει το αποτύπωμά του, η σωστή μεταχείριση των παγετόπληκτων δένδρων και η υπομονή μέχρι να αποκαλυφθεί η πραγματική έκταση της ζημιάς αποτελούν βασικά βήματα για την επαναφορά του ελαιώνα σε παραγωγή. Με γνώση, πρόληψη και ορθές καλλιεργητικές παρεμβάσεις, ο παραγωγός μπορεί να θωρακίσει αποτελεσματικά την καλλιέργειά του και να περιορίσει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των χαμηλών θερμοκρασιών.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 6/2009, Σ. Βέμμος, «Ζημιές στην ελιά από χαμηλές θερμοκρασίες», σ. 80–85.




