Μετά το καλοκαίρι, οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές φέρνουν ανακούφιση στους παραγωγούς, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τον κίνδυνο εξάπλωσης μυκητολογικών ασθενειών. Η αυξημένη υγρασία και η συσσώρευση νερού στο έδαφος δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για παθογόνα που απειλούν τις φυτείες.
Για να φωτίσουμε τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής, μιλήσαμε με τον Δρ. Βασίλειο Ζιώγα, Κύριο Ερευνητή στη δενδροκομία εσπεριδοειδών και Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ερευνητικών, Αναπτυξιακών Έργων και Προϊόντων Έρευνας του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ο οποίος μας ανέδειξε τις σημαντικότερες ασθένειες και τις πρακτικές που πρέπει να εφαρμόσουν οι παραγωγοί.
Οι ασθένειες που απειλούν τα εσπεριδοειδή
Όπως εξηγεί ο κ. Ζιώγας, «το φθινόπωρο, με τις έντονες βροχοπτώσεις και τα υψηλά ποσοστά υγρασίας, δημιουργείται ιδανικό μικροκλίμα για την ανάπτυξη παθογόνων». Οι συνθήκες αυτές μπορούν να ενεργοποιήσουν ή να επιδεινώσουν μια σειρά από σοβαρές μυκητολογικές ασθένειες.
Κυριότερη θεωρείται η φυτόφθορα, η οποία προσβάλλει τον λαιμό, τις ρίζες και τους καρπούς. Σε οπωρώνες με κακή αποστράγγιση ή λιμνάζοντα νερά, οι σήψεις που προκαλεί μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές απώλειες.
Η ανθράκωση εκδηλώνεται με καστανές κηλίδες στους καρπούς, που συχνά καταλήγουν σε πρόωρη καρπόπτωση ή σε υποβάθμιση της ποιότητας, μειώνοντας την εμπορική τους αξία.
Η μαύρη κηλίδωση αποτελεί ιδιαίτερη απειλή για ορισμένες ποικιλίες μανταρινιών, όπως τα Nova και Minneola. Οι καρποί εμφανίζουν σκούρες κηλίδες και συχνά πέφτουν πριν προλάβουν να ωριμάσουν.
Σημαντική είναι και η σεπτώρια, που προσβάλλει φύλλα και καρπούς σχηματίζοντας μικρές κηλίδες, οι οποίες σταδιακά μεγαλώνουν και μειώνουν την εμπορική αξία της παραγωγής.
Πέρα όμως από τις ασθένειες με άμεσα εμφανή συμπτώματα, υπάρχουν και πιο «ύπουλες». Η γόμωση από φυτόφθορα στον κορμό εντοπίζεται αργά, όταν ήδη έχει προχωρήσει, με χαρακτηριστική έκκριση κόμμεος. Εξίσου σοβαρή είναι η σήψη ριζών από υπερβολική υγρασία και κακή αποστράγγιση, που μπορεί να μειώνει σταδιακά την απόδοση του δέντρου χωρίς ο παραγωγός να αντιλαμβάνεται εγκαίρως την αιτία.
Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο
Οι μυκητολογικές ασθένειες, όπως τονίζει ο κ. Ζιώγας, δεν εμφανίζονται τυχαία. Χρειάζονται συγκεκριμένες συνθήκες για να εκδηλωθούν και να εξαπλωθούν, και αυτήν την εποχή αρκετοί παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνισή τους.
Πρώτος και σημαντικότερος είναι η υγρασία του εδάφους. Όταν το νερό δεν αποστραγγίζεται σωστά, δημιουργούνται λιμνάζοντα νερά γύρω από τον κορμό, με αποτέλεσμα οι ρίζες να βρίσκονται σε συνθήκες ασφυξίας. Οι σφοδρές βροχές μικρής διάρκειας εντείνουν το φαινόμενο, προκαλώντας κατάκλιση και δημιουργώντας τις ιδανικές αναερόβιες συνθήκες για σήψεις.
Αλλά και το ίδιο το δέντρο μπορεί να γίνει πιο ευάλωτο, όταν η κόμη δεν αερίζεται επαρκώς. Σε έναν πολύ «κλειστό» οπωρώνα, όπου τα κλαδιά ακουμπούν μεταξύ τους, η υγρασία παγιδεύεται, και αυτό διευκολύνει την εξάπλωση των παθογόνων. Παράλληλα, το κακό κλάδεμα ή οι τραυματισμοί στους βραχίονες και τα κλαδιά αποτελούν ανοιχτές πύλες εισόδου για μύκητες.
Ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας είναι η υπερβολική αζωτούχος λίπανση. Όπως εξηγεί ο ερευνητής, η υπερβολή στο άζωτο οδηγεί σε τρυφερή, ζωηρή βλάστηση, η οποία είναι πολύ πιο ευάλωτη σε μυκητολογικές προσβολές.
«Η ισορροπία στην καλλιεργητική φροντίδα και η καλή διαχείριση της υγρασίας είναι οι πιο κρίσιμοι παράγοντες για να περιοριστούν οι ασθένειες», υπογραμμίζει ο κ. Ζιώγας, συνοψίζοντας το κλειδί για την υγεία του οπωρώνα.
Τα προληπτικά μέτρα
Η πρόληψη, όπως σημειώνει ο κ. Ζιώγας, είναι πάντα πιο αποτελεσματική από την αντιμετώπιση μιας ήδη εγκατεστημένης ασθένειας. Γι’ αυτό και δίνει έμφαση σε μια σειρά πρακτικών που μπορούν να περιορίσουν αποφασιστικά τον κίνδυνο μολύνσεων.
Πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι η καλή αποστράγγιση του εδάφους και ειδικά της περιοχής γύρω από τον κορμό. Όπως εξηγεί, η συγκέντρωση νερού στον λαιμό του δέντρου δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν τη φυτόφθορα και άλλους μύκητες, γι’ αυτό απαιτείται σωστή διαμόρφωση του οπωρώνα ώστε να φεύγει γρήγορα το νερό.
Εξίσου κρίσιμη θεωρεί τη σημασία του σωστού κλαδέματος. Ένα ανοιχτό, καλά αεριζόμενο δέντρο μειώνει την υγρασία στην κόμη και στους καρπούς, γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες εξάπλωσης ασθενειών. Ταυτόχρονα, τονίζει την ανάγκη απολύμανσης των εργαλείων (με οινόπνευμα), ώστε να αποφεύγεται η μετάδοση παθογόνων από δέντρο σε δέντρο κατά τις καλλιεργητικές φροντίδες.
Στη λίπανση, εφιστά την προσοχή στην αποφυγή υπερβολικής χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων. Η υπερβολική αζωτούχος λίπανση οδηγεί σε τρυφερή βλάστηση, που είναι πιο ευάλωτη σε μυκητολογικές προσβολές.
Παράλληλα, προτείνει προληπτικούς ψεκασμούς με χαλκούχα ή άλλα εγκεκριμένα σκευάσματα αμέσως μετά από έντονες βροχοπτώσεις, όταν ο κίνδυνος μολύνσεων είναι υψηλός. Και τέλος, επισημαίνει την ανάγκη για συλλογή και απομάκρυνση προσβεβλημένων καρπών ή φυτικών υπολειμμάτων, ώστε να περιορίζονται οι εστίες μόλυνσης μέσα στον οπωρώνα.
Όπως καταλήγει, ο συνδυασμός αυτών των μέτρων, με συστηματική παρακολούθηση του χωραφιού, δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγό να κρατήσει τις ασθένειες υπό έλεγχο και να προστατεύσει την παραγωγή του.
Έγκαιρη αναγνώριση συμπτωμάτων
Η συχνή παρακολούθηση του οπωρώνα αποτελεί, σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, το «κλειδί» για τη διάσωση της παραγωγής. «Η έγκαιρη αναγνώριση είναι καθοριστική και καθορίζει αν μια μικρή απώλεια θα μετατραπεί σε μια σοβαρή ζημιά», τονίζει.
Τα πρώτα σημάδια που πρέπει να κινητοποιήσουν τον παραγωγό περιλαμβάνουν την εμφάνιση μικρών υδατωδών ή καστανών κηλίδων στα φύλλα και στους καρπούς, που σταδιακά μεγαλώνουν και οδηγούν σε υποβάθμιση της ποιότητας. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτούν οι αλλαγές στο χρώμα και την υφή του φλοιού, καθώς και η χαρακτηριστική έκκριση κόμμεος, που αποτελεί σύμπτωμα γόμωσης.
Εξίσου ανησυχητικά είναι το κιτρίνισμα φύλλων χωρίς εμφανή λόγο ή η ξήρανση βλαστών στην κορυφή, που συχνά παραπέμπουν σε σήψη ριζών ή άλλες μυκητολογικές προσβολές.
Ο ερευνητής υπογραμμίζει ότι η εξοικείωση με την «κανονική εικόνα» του οπωρώνα βοηθά τον παραγωγό να εντοπίσει εγκαίρως κάτι ασυνήθιστο. «Όσο νωρίτερα ληφθούν μέτρα, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να περιοριστεί η ασθένεια πριν προκαλέσει μη αναστρέψιμες ζημιές», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Συχνά λάθη παραγωγών
Τέλος, ο ερευνητής στέκεται και στα λάθη που συχνά κοστίζουν ακριβά στους καλλιεργητές.
Πρώτο και πιο συνηθισμένο, η καθυστερημένη αντίδραση, όταν ο παραγωγός περιμένει να δει έντονα συμπτώματα πριν δράσει – σε αυτό το στάδιο όμως η ασθένεια έχει ήδη προχωρήσει.
Συχνό φαινόμενο είναι και η άσκοπη ή υπερβολική χρήση φυτοπροστατευτικών, που όχι μόνο δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, αλλά οδηγεί και στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας των παθογόνων. Αρκετοί παραγωγοί εφαρμόζουν ψεκασμούς χωρίς πρόγραμμα ή χωρίς να τηρούν τις οδηγίες, με αποτέλεσμα χαμηλή αποτελεσματικότητα και αυξημένο κόστος.
Άλλο μεγάλο λάθος, σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, είναι η παράβλεψη των καλλιεργητικών μέτρων. Όταν εστιάζουν αποκλειστικά στη χημική αντιμετώπιση, αφήνουν σε δεύτερη μοίρα πρακτικές όπως η καλή αποστράγγιση, το σωστό κλάδεμα και η ισορροπημένη λίπανση, που είναι εξίσου κρίσιμες για τη μείωση των μολύνσεων.
«Η σωστή ενημέρωση, η πρόληψη και η συνεργασία με τον γεωπόνο μπορούν να μειώσουν σημαντικά αυτά τα λάθη και να προστατεύσουν την παραγωγή», καταλήγει.
Το φθινόπωρο φέρνει μαζί του προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για τους παραγωγούς εσπεριδοειδών. Όπως υπογραμμίζει ο Δρ. Βασίλειος Ζιώγας, η πρόληψη και η έγκαιρη παρακολούθηση αποτελούν τα πιο ισχυρά «όπλα» απέναντι στις ασθένειες. Με σωστή διαχείριση της υγρασίας, ισορροπημένες καλλιεργητικές πρακτικές και συνεργασία με τους ειδικούς, οι παραγωγοί μπορούν να προστατεύσουν την παραγωγή τους και να διασφαλίσουν την ποιότητα των καρπών, ακόμη και στις πιο απαιτητικές συνθήκες.