Mε ένα νομοσχέδιο και μια υπουργική απόφαση, το υπουργείο Ανάπτυξης θα προσπαθήσει να μειώσει την «ψαλίδα» ανάμεσα στις τιμές παραγωγού στο χωράφι και σε αυτές που πληρώνουν οι καταναλωτές στο ράφι.
Έχουμε καθημερινά παραδείγματα στην αγορά που ένα προϊόν να ξεκινά 50 λεπτά στο χωράφι και να καταλήγει 4-5 ευρώ στο ράφι.
Η ακρίβεια παραμένει, γονατίζοντας τα νοικοκυριά και η εθελοντική μείωση των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ δεν φαίνεται να αποτελεί λύση.
Πρόσφατα ο ΑγροΤύπος έκανε ρεπορτάζ και είδαμε ότι στο χωράφι το σύκο της Ευβοίας έχει μέση τιμή στο χωράφι γύρω στα 2 ευρώ και με έξοδα ξήρανσης και τυποποίησης να φτάνει στα 5 ευρώ το κιλό.
Μιλώντας με τον κ. Δημήτρη Στολίδη, πρόεδρο του Συνεταιρισμού Συκοπαραγωγών Ταξιάρχη Ευβοίας, μας ανέφερε ότι στην Θεσσαλονίκη η τιμή φτάνει ακόμη και 20 ευρώ το κιλό. Καταναλωτές στην Αθήνα από την πλευρά τους βρήκαν τα σύκα της Εύβοιας στα 30 ευρώ το κιλό.
Αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρούμε με τις τιμές στα όσπρια με τις αυξήσεις να αγγίζουν ακόμη και το 190%.
Δημιουργείται στην χώρα μας τεράστιο κέρδος για διάφορους μεσάζοντες, το οποίο βαραίνει τις τσέπες των καταναλωτών αλλά την ίδια στιγμή οι παραγωγοί πουλάνε σε πολύ χαμηλές τιμές που φτάνουν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και κάτω του κόστους.
Η κυβέρνηση κάνει λόγο για μεγάλη διαφορά των τιμών από το χωράφι στο ράφι και τώρα μιλάει για ελεγκτικό μηχανισμό της αγοράς. Θα μπορέσει όμως να φέρει αποτελέσματα όταν έχουμε μεγάλο αριθμό μεσαζόντων;
Αυτό που θα πρέπει να προσδιοριστεί είναι το ανώτατο κέρδος από το χωράφι στο ράφι. Τι εννοούμε; Δεν μπορεί ένα προϊόν να ξεκινά 50 λεπτά στο χωράφι και να καταλήγει 4-5 ευρώ στο ράφι. Αυτή τη διαφορά της κερδοφορίας είναι γεγονός ότι την καρπούνται κάποιοι ενδιάμεσοι, δηλαδή οι μεσάζοντες.
Από την άλλη όμως η «πρώτη τιμή τιμολόγησης» δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη. Στην Ισπανία αναγράφηκε με βασιλικό διάταγμα το κόστος παραγωγής κάθε προϊόντος αλλά εκεί μεγάλο μέρος της εμπορίας αγροτικών προϊόντων γίνονται μέσα από συνεταιριστικές οργανώσεις που έχουν στοιχεία αγοράς και πώλησης. Αντίθετα στην χώρα μας η καταγραφή τιμών και οι διασταυρωτικοί έλεγχοι τους μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα πολύπλοκες, αυξάνοντας τη γραφειοκρατία και το διοικητικό βάρος για παραγωγούς, διανομείς και ελεγκτικές αρχές.
Μεταρυθμίσεις υπόσχεται το Υπουργείο Ανάπτυξης
Δύο τιμές θα φέρουν τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ μετά από υπουργική απόφαση. Συγκεκριμένα, κάτω από την τιμή πώλησης, θα αναγράφεραι και η αρχική στον τόπο παραγωγής. Πρόκειται, σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, για ακόμη ένα «όπλο» στη φαρέτρα για την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, «επειδή παρατηρούνται σε κάποια προϊόντα αδικαιολόγητες αυξήσεις, με υπουργική απόφαση κάτω από την τιμή πώλησης θα αναγράφεται η πρώτη τιμή τιμολόγησης του προϊόντος στον τόπο παραγωγής, ώστε ο πολίτης να είναι ενημερωμένος, να γνωρίζει και να αποφασίζει»
«Οι μεταρρυθμίσεις που προωθούμε στο Υπουργείο Ανάπτυξης για την προστασία του καταναλωτή, τον υγιή ανταγωνισμό και την ενίσχυση της διαφάνειας στην αγορά, αφορούν την κοινωνική συνοχή και κατ’ επέκταση τη σταθερότητα της χώρας», τόνισε ο Υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, μιλώντας στη συζήτηση στρογγυλής Τραπέζης για την προστασία του καταναλωτή, που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Τσιόδρα.
Επεσήμανε ακόμη πως το Υπουργείο Ανάπτυξης προχωρά στη θεσμοθέτηση της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή και Εποπτείας της Αγοράς, που θα ενοποιήσει όλους τους μηχανισμούς ελέγχου σε έναν σύγχρονο και αποτελεσματικό φορέα.
«Η νέα Αρχή θα λειτουργεί κατά το πρότυπο της ΑΑΔΕ, με Διοικητή και τρεις Υποδιοικητές, ανεξάρτητους από πολιτικούς κύκλους και κυβερνητικές εναλλαγές. Θα συγκεντρώσει το σύνολο των ελέγχων για την αγορά - τόσο στους φυσικούς χώρους όσο και στο ηλεκτρονικό εμπόριο - αξιοποιώντας νέα ψηφιακά εργαλεία και θα ενισχυθεί με 300 νέους ελεγκτές», δήλωσε.
Σύμφωνα με τον υπουργό, στη νέα Αρχή θα ενταχθεί και ο Συνήγορος του Καταναλωτή, διατηρώντας την αυτοτέλειά του και αναβαθμίζοντας τον ρόλο του, ώστε να εξασφαλιστεί ένα ενιαίο, ισχυρό και διαφανές σύστημα εποπτείας και προστασίας των πολιτών.



