Η επιλογή ποικιλίας ελιάς είναι ίσως η πιο καθοριστική απόφαση για τον ελαιοπαραγωγό. Από αυτήν εξαρτώνται η απόδοση, η ποιότητα, η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα του ελαιώνα. Κάθε περιοχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά — έδαφος, μικροκλίμα, υγρασία, κινδύνους παγετού — και η σωστή ποικιλία πρέπει να “ταιριάζει” σε αυτά, όχι απλώς να αρέσει στον παραγωγό.
Η σωστή επιλογή δεν είναι ζήτημα τύχης, αλλά γνώσης, προσαρμογής και σχεδιασμού. Οι ντόπιες ποικιλίες, εξελιγμένες μέσα στις ελληνικές συνθήκες, υπερέχουν συνήθως σε προσαρμοστικότητα και ποιότητα, ενώ συχνά συνδέονται με προϊόντα Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. που προσδίδουν προστιθέμενη αξία. Αντίθετα, η αντικατάστασή τους χωρίς τεχνική αξιολόγηση μπορεί να αποδειχθεί ριψοκίνδυνη. Ακόμη και παράγοντες όπως η αυτογονιμότητα, η αντοχή σε ασθένειες ή η περίοδος ωρίμανσης καθορίζουν το αποτέλεσμα μιας φύτευσης — γιατί στην ελιά, η σωστή επιλογή δεν είναι θέμα τύχης, αλλά γνώσης και προσαρμογής.
Παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή ποικιλίας
Η επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας απαιτεί γνώση, προγραμματισμό και καλή κατανόηση του περιβάλλοντος στο οποίο θα αναπτυχθεί ο ελαιώνας. Δεν υπάρχει μία “καλύτερη” ποικιλία για όλους· υπάρχει όμως η σωστή για κάθε τόπο.
1. Το περιβάλλον και το μικροκλίμα
Οι ποικιλίες αντιδρούν διαφορετικά σε εδαφοκλιματικές συνθήκες. Σε ψυχρότερες περιοχές με κινδύνους παγετού, προτιμώνται ανθεκτικές ποικιλίες όπως η Κοθρέικη, που έχουν δείξει καλή συμπεριφορά στο ψύχος. Αντίθετα, σε ξηροθερμικές ζώνες χωρίς παγετούς, χρειάζονται ποικιλίες που αντέχουν στην ξηρασία και παραμένουν παραγωγικές — χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κορωνέικη, η οποία έχει επικρατήσει σε πολλές περιοχές της Νότιας Ελλάδας.
2. Ο σκοπός της παραγωγής
Η χρήση του καρπού καθορίζει και το είδος της ποικιλίας. Άλλες προορίζονται για ελαιοποίηση και άλλες για επιτραπέζια χρήση. Οι πρώτες στοχεύουν στην υψηλή περιεκτικότητα σε λάδι και την ποιότητα του ελαιολάδου, ενώ οι δεύτερες στη μορφή, το μέγεθος και τη σάρκα του καρπού. Η Καλαμών, για παράδειγμα, αποτελεί μία από τις πιο γνωστές επιτραπέζιες ποικιλίες παγκοσμίως, ενώ η Κονσερβολιά είναι ευρέως διαδεδομένη λόγω της προσαρμοστικότητάς της και της καλής απόδοσης.
3. Η ανθεκτικότητα και η συμβατότητα
Οι ποικιλίες δεν διαφέρουν μόνο ως προς την παραγωγικότητα, αλλά και ως προς την ανθεκτικότητά τους σε περιβαλλοντικές πιέσεις ή παθογόνα. Η επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών μειώνει την ανάγκη για φυτοπροστασία και συνεπώς το κόστος παραγωγής. Παράλληλα, η συμβατότητα μεταξύ ποικιλιών είναι κρίσιμη, ειδικά για τις αυτόστειρες που χρειάζονται επικονιαστή. Ένας σωστός συνδυασμός ποικιλιών μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότερη καρποφορία.
4. Το σύστημα φύτευσης και η μηχανική συγκομιδή
Η σύγχρονη ελαιοκαλλιέργεια στρέφεται σε ολοένα πιο εκμηχανισμένα σχήματα. Σε πυκνές ή υπέρπυκνες φυτεύσεις επιλέγονται ποικιλίες με χαμηλή ζωηρότητα και συμπαγή κόμη, που διευκολύνουν τη μηχανική συλλογή. Η Κορωνέικη έχει δείξει ιδιαίτερα καλή προσαρμογή σε τέτοια συστήματα, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλή ποιότητα ελαίου.
5. Ο ρόλος της εμπειρίας και της τοπικής γνώσης
Οι τοπικές γεωπονικές υπηρεσίες, οι ερευνητικοί φορείς και η εμπειρία των ίδιων των παραγωγών αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφόρησης. Κάθε περιοχή έχει “δοκιμάσει” στο χρόνο συγκεκριμένες ποικιλίες που ανταποκρίνονται καλύτερα στις τοπικές συνθήκες. Η συλλογή αυτής της εμπειρίας και η συνεργασία με ειδικούς είναι αναγκαία για να μειωθούν τα ρίσκα μιας νέας εγκατάστασης.
Ποικιλίες λαδολιάς
Κορωνέικη: Η πιο διαδεδομένη ποικιλία στην Ελλάδα, αποκλειστικά για ελαιοποίηση. Ανθεκτική στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες, δίνει λάδι εξαιρετικής ποιότητας με έντονο άρωμα. Πρώιμης ωρίμανσης και σταθερής παραγωγής.
Μαστοειδής: Ανθεκτική στο ψύχος, καλλιεργείται ακόμη και σε υψόμετρα έως 1.000 μ. Δίνει λάδι υψηλής ποιότητας (20–30%) και προτιμά γόνιμα, μέσης σύστασης εδάφη. Όψιμης ωρίμανσης και μέσης παραγωγικότητας.
Λιανολιά Κερκύρας: Παραδοσιακή ποικιλία των Ιονίων, δίνει λάδι πολύ καλής ποιότητας (19–20%). Ανθεκτική, προσαρμόζεται σε άγονα εδάφη αλλά αγαπά την υγρασία. Όψιμη, με παρενιαυτοφορία.
Κουτσουρελιά: Πρώιμη ποικιλία με μικρό καρπό που αποδίδει 24–30% λάδι. Προτιμά πλούσια, μέσης σύστασης εδάφη και δεν αντέχει σε μεγάλο υψόμετρο. Δίνει λάδι καλής ποιότητας, με σταθερή απόδοση όταν καλλιεργείται σε κατάλληλες συνθήκες.
Αδραμυττινή: Κατάγεται από το Αδραμύττιο και καλλιεργείται κυρίως στη Λέσβο. Δίνει αρωματικό, λεπτό λάδι καλής ποιότητας, με μέτρια απόδοση.
Αγουρομανακολιά: Όψιμη ποικιλία, ανθεκτική στο ψύχος, με καρπό που φτάνει σε περιεκτικότητα λαδιού έως 30%. Παράγει εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο.
Επιτραπέζιες ποικιλίες
Οι επιτραπέζιες ελιές αποτελούν βασικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Διαφοροποιούνται από τις λαδολιές ως προς το μέγεθος του καρπού, τη σάρκα, την αναλογία πυρήνα-σάρκας και την ευκολία επεξεργασίας.
Κονσερβολιά (Αμφίσσης): Η πιο γνωστή ελληνική επιτραπέζια ποικιλία, με ομοιόμορφο μέγεθος καρπού και μεγάλη παραγωγικότητα. Προσφέρεται τόσο για πράσινη όσο και για μαύρη επεξεργασία, ανάλογα με το στάδιο συγκομιδής. Καλλιεργείται κυρίως στη Φωκίδα, την Άμφισσα, τη Λαμία και σε πολλές ηπειρωτικές περιοχές.
Καλαμών: Ποικιλία-σύμβολο των εξαγωγών. Ο καρπός της είναι ελλειπτικός, με χαρακτηριστικό βαθύ μαύρο χρώμα και γυαλιστερή επιφάνεια. Η σάρκα της είναι σταθερή και πλούσια σε γεύση, κατάλληλη για άμεση κατανάλωση. Ανθεκτική στο βερτισιλλίωμα και αποδίδει καλύτερα σε περιοχές με υψηλή σχετική υγρασία. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή του γνωστού εμπορικού τύπου «Καλαμών».
Χαλκιδικής (Γαϊδουρολιά): Ποικιλία με μεγάλο καρπό, ιδανική για πράσινες ελιές ισπανικού τύπου
Ποικιλίες διπλής χρήσης
Μεγαρέτικη: Ανθεκτική στην ξηρασία, με μικρές απαιτήσεις σε χειμερινό ψύχος. Μεσοπρώιμη, τείνει σε παρενιαυτοφορία αν δεν έχει καλή φροντίδα. Δίνει λάδι καλής ποιότητας και χρησιμοποιείται για πράσινες «τσακιστές» επιτραπέζιες.
Θρουμπολιά: Απαιτητική σε εδαφική υγρασία και ψύχος· δεν αποδίδει σε ξηροθερμικές ζώνες. Δίνει λάδι έως ~28–30% και τις γνωστές «θρούμπες» που αποπικρίζουν φυσικά πάνω στο δέντρο, ιδίως σε νησιωτικές/παραθαλάσσιες περιοχές.
Κοθρέικη: Ανθεκτική στην ξηρασία, στο ψύχος και στους ανέμους· ευδοκιμεί και σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Λάδι ~20% με ισορροπημένο προφίλ· μέρος της παραγωγής πάει και σε μαύρες αλατισμένες επιτραπέζιες.
Βαλανολιά: Κύρια της Λέσβου. Όψιμης ωρίμανσης, με σταθερές αποδόσεις όταν οι συνθήκες βοηθούν. Δίνει λάδι πολύ καλής ποιότητας και, λόγω σχήματος καρπού και χαρακτηριστικών, μπορεί να αξιοποιηθεί και επιτραπέζια σε ορισμένους τύπους.
Η ποικιλία που ταιριάζει στη γη σου καθορίζει την επιτυχία της παραγωγής σου
Η επιλογή της σωστής ποικιλίας δεν είναι απλή γεωπονική απόφαση, αλλά στρατηγική επένδυση. Οι τοπικές ποικιλίες, προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες, αποτελούν την πιο ασφαλή βάση για σταθερή παραγωγή και ποιοτικό προϊόν. Οι νέες φυτεύσεις χρειάζονται προσεκτικό σχεδιασμό, με γνώση του κλίματος, του εδάφους και του σκοπού της καλλιέργειας. Όπου υπάρχει ανάγκη για πειραματισμό με νέες ή ξένες ποικιλίες, αυτό πρέπει να γίνεται με καθοδήγηση ειδικών. Στο τέλος, κάθε ελαιώνας που “ταιριάζει” στη γη του παραγωγού, είναι και αυτός που θα αντέξει στο χρόνο.
Πηγή: Γεωργία - Κτηνοτροφία, τεύχος 6/2009, Σ. Βέμμος & Π. Βαχαμίδης, «Οι ποικιλίες της ελιάς», σελ. 16–25.




