Τα κουμ κουάτ είναι ένα είδος μικρών δέντρων εσπεριδοειδών που ανήκουν στην οικογένεια Rutaceae.
Ο βρώσιμος καρπός μοιάζει πολύ με το πορτοκάλι, σε χρώμα και σχήμα, αλλά είναι πολύ μικρότερος, περίπου στο μέγεθος μιας μεγάλης ελιάς. Το κουμ κουάτ είναι ένα από τα πιο ανθεκτικά είδη εσπεριδοειδών στα ψυχρά κλίματα με μοναδική διατροφική αξία που δεν συναντάς σε άλλο είδος εσπεριδοειδών καθώς καταναλώνεται ολόκληρο μαζί με τη φλούδα. Όλες οι ευεργετικές ιδιότητες του καρπού των εσπεριδοειδών διαθέσιμες στον άνθρωπο μέσω αυτού του μοναδικού είδους, του κουμ κουάτ.
Καταγωγή
Το αγγλικό όνομα "kumquat" προέρχεται από το καντονέζικο kamkwat, που μεταφράζεται ως «χρυσό πορτοκάλι». Στην Ιαπωνία τα ονομάζουν “Kinkan” ενώ στην Κίνα “Chuikan”.
Το φυτό κουμ κουάτ είναι προέρχεται από την Κίνα. Η παλαιότερη ιστορική αναφορά στα κουμ κουάτ εμφανίζεται στην Κινεζική αυτοκρατορική λογοτεχνία του 12ου αιώνα. Έχουν καλλιεργηθεί από καιρό σε άλλα μέρη της Ανατολικής Ασίας (Ιαπωνία και Ταϊβάν), στη Νότια Ασία (Ινδία) και στη Νοτιοανατολική Ασία (ειδικά στις Φιλιππίνες). Εισήχθησαν στην Ευρώπη το 1846 από τον Robert Fortune, συλλέκτη της London Horticultural Society, και λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν στη Βόρεια Αμερική.
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το δέντρο είναι αειθαλές και αποκτά το μέγεθος θάμνου. Χαρακτηρίζεται από βραδεία ανάπτυξη. Έχουν αναφερθεί και δέντρα με ύψος 2,5 έως 4,5 μέτρα με πυκνά κλαδιά, που μερικές φορές φέρουν μικρά αγκάθια. Τα φύλλα είναι σκούρα γυαλιστερά πράσινα και τα άνθη είναι λευκά, παρόμοια με άλλα άνθη εσπεριδοειδών, που φύονται μεμονωμένα ή σε συστάδα. Ανάλογα με το μέγεθος, το κουμ κουάτ μπορεί να παράγει εκατοντάδες ή και χιλιάδες φρούτα κάθε χρόνο.
Από δενδροκομικής πλευράς, αυτό που χαρακτηρίζει τα κουμ κουάτ, ως δέντρα εσπεριδοειδών, είναι η μεγάλη τους αντοχή στο ψύχος. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη περίοδο ληθάργου, που διαρκεί από τα τέλη φθινοπώρου μέχρι και τις αρχές της άνοιξης. Όμως, σε αντίθεση με το δέντρο, ο καρπός είναι ιδιαίτερα ευπαθής στο κρύο, περισσότερο από τα άλλα εσπεριδοειδή λόγω του μικρού του μεγέθους.
Ποικιλίες
Η καλλιέργεια των κουμ κουάτ είναι πολύ διαδεδομένη στην Κίνα και την Ιαπωνία, ενώ στον Δυτικό κόσμο δεν είναι τόσο γνωστό. Τα κέντρα παραγωγής είναι η Κίνα, η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες. Στην ευρωπαϊκή αγορά εισάγονται σημαντικές ποσότητες από το Μαρόκο, το Ισραήλ, την Αμερική και την Βραζιλία, αλλά και από την Κορσική και την Γαλλική Ριβιέρα.
Στην χώρα μας τα κουμ κουάτ καλλιεργούνται στην Κέρκυρα, σε μικρή έκταση, ως προς το σύνολο των άλλων εσπεριδοειδών, ενώ η σημασία τους στην τοπική οικονομία του νησιού είναι πολύ σημαντική καθώς είναι ένα από τα τρία είδη εσπεριδοειδών που συμμετέχει στην λίστα των ως προϊόν Προστατευμένης Γεωγραφικής Ένδειξης (Π.Γ.Ε.) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Η βοτανική ταξινόμηση των κουμ κουάτ είναι περίπλοκη και αμφιλεγόμενη. Ιστορικά θεωρούνταν ότι ανήκουν στο γένος Citrus, αλλά αργότερα σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης εσπεριδοειδών κατά Swingle τα διαχώρισε στο δικό τους γένος, με το όνομα Fortunella. Πρόσφατη φυλογενετική ανάλυση υποδηλώνει ότι όντως εμπίπτουν στο γένος Citrus.
Οι ποικιλίες που έχουν επικρατήσει παγκοσμίως είναι τρεις. Τα στρόγγυλα, τα ωοειδή και τα μεγάλα στρόγγυλα κουμ κουάτ. Υπάρχει και μια τέταρτη ποικιλία με το όνομα Hong-Kong (Fortunella hindsii) η οποία διαθέτει εξαιρετικά μικρούς καρπούς, στο μέγεθος του φασολιού και χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην αρχιτεκτονική τοπίου, ως καλλωπιστικός θάμνος.
Το στρογγυλό κουμ κουάτ, Marumi kumquat ή Morgani kumquat (διατηρώντας το όνομα Citrus japonica ή Fortunella japonica), είναι ένα αειθαλές δέντρο που παράγει εδώδιμα χρυσοκίτρινα φρούτα. Τα χαρακτηριστικά του δέντρου είναι όμοια με την ποικιλία Nagami, εκτός από το γεγονός ότι φέρει περισσότερα αγκάθια, διαθέτει μικρότερα φύλλα και είναι λιγότερο ανθεκτικό στο ψύχος και τον παγετό.
Ο καρπός είναι μικρός, με μέσο βάρος 10 με 12 gr και συνήθως σφαιρικός αλλά μπορεί να έχει και ωοειδές σχήμα. Ο φλοιός του καρπού είναι λείος και με ικανοποιητικό χρώμα όπως της ποικιλίας Nagami, όμως είναι πιο λεπτός και πιο γλυκός ενώ η σάρκα είναι ξινή. Τα φρούτα μπορούν να καταναλωθούν πάνω από το δέντρο αλλά χρησιμοποιούνται κυρίως για μαρμελάδες και ζελέ. Διαθέτει έξι με επτά καρπόφυλλα και συνολικά περισσότερους σπόρους από τις άλλες ποικιλίες (τρεις με έξι). Το κουμ κουάτ Marumi καλλιεργείται κυρίως στην Ιαπωνία και σε μικρή έκταση στην Μεσόγειο και τις Η.Π.Α. Καλλιεργείται επίσης στο Λουξεμβούργο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη δημιουργία φυτών μπονσάι. Το φυτό συμβολίζει την καλή τύχη στην Κίνα και σε άλλες ασιατικές χώρες, όπου συχνά διατηρείται ως φυτό εσωτερικού χώρου και δίνεται ως δώρο κατά τη Σεληνιακή Πρωτοχρονιά.
Το ωοειδές (οβάλ) κουμ κουάτ ή το κουμ κουάτ Nagami (Citrus margarita ή Fortunella margarita) είναι η ποικιλία κουμ κουάτ που κατακλύζει τις ευρωπαϊκές αγορές, και καλλιεργείται κυρίως στο Μαρόκο, το Ισραήλ, τη Βραζιλία, την Καλιφόρνια και την Φλόριντα των Η.Π.Α. Το δέντρο αναπτύσσεται σε σχήμα θάμνου και αποκτά μέχρι και 4 μέτρα ύψος. Διαθέτει λίγα αγκάθια, και μικρά στο μέγεθος, σκούρα πράσινα με μυτερή απόληξη φύλλα. Ως δέντρο είναι περισσότερο ανθεκτικό στο ψύχος και τον παγετό από την ποικιλία Meiwa αλλά λιγότερο από την ποικιλία Marumi. Οι καρποί έχουν σχήμα ωοειδές, με πεπλατισμένο το άκρο του καρπού προς την πλευρά του στύλου. Οι καρποί έχουν συνήθως κάθετο μήκος 20-30 mm και πλάτος τα 2/3 του μήκους. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 5 και 20 gr. Ο φλοιός είναι λείος, με ικανοποιητικό χρώμα, και πιο έντονη γεύση, λόγω των αιθέριων ελαίων του καρπού, από τις άλλες δυο ποικιλίες (Marumi & Meiwa). Ο καρπός συνήθως φέρει τέσσερις με πέντε σκελίδες (καρπόφυλλα) και 2 με πέντε σπόρους. Ο χυμός που παράγεται είναι όξινος, όμως ο συνδυασμός του με τον φλοιό και το γλυκό αλμπέντο (albedo – λευκό τμήμα του φλοιού των εσπεριδοειδών), του προδίδει μια πολύ ευχάριστη γεύση. Ο καρπός ωριμάζει από τα μέσα έως τα τέλη του χειμώνα και χαρακτηρίζεται από μεγάλη παραγωγική καρπών, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή εμφάνιση ενάντια στο σκούρο πράσινο φύλλωμα. Το δέντρο τείνει να είναι πολύ μικρότερο και νάνο στη φύση, καθιστώντας το ιδανικό για γλάστρες και περιστασιακά στην δημιουργία μπονσάι.
Το μεγάλο σφαιρικό κουμ κουατ ή κουμ κουάτ Meiwa (Fortunella crassifolia x Fortunella japonica) δεν είναι διαδεδομένο πέρα από τα στενά όρια της Ανατολής. Όμως είναι κοινά αποδεκτό από μεγάλο μέρος των καταναλωτών ότι οι εδώδιμοι καρποί του είναι ανώτεροι ποιοτικά από τις άλλες δύο ποικιλίες (Nagami & Marumi). Καλλιεργείται ευρέως στην Νότια Κίνα και την Νότιο-Δυτική Ιαπωνία. Τα δέντρα είναι όμοια με τις ποικιλίες Nagami & Narumi, διαφέρουν όμως ως προς το γεγονός ότι δεν φέρουν αγκάθια και είναι περισσότερο ανθεκτικά δέντρα στο ψύχος και τον παγετό. Οι καρποί είναι ελαφρώς οβάλ στο σχήμα με τις περισσότερες φορές να είναι σφαιρικοί, με μέγεθος 20 x 30 mm. Διαθέτουν πολύ απαλή αλλά ιδιαίτερα παχιά (δυο φορές πιο παχιά) επιδερμίδα σε σχέση με τις άλλες δύο ποικιλίες, καθώς και ιδιαίτερα μικρή χυμοπεριεκτικότητα. Ο καρπός διαθέτει συνήθως 7 σκελίδες (καρπόφυλλα), συνήθως άσπερμος ή με πολύ λίγα σπέρματα. Λόγω της πολύ μικρής του χημοπεριεκτικότητας, του χοντρού φλοιού και των ελάχιστων σπόρων, οι καρποί της ποικιλίας Meiwa διαθέτουν ιδιαίτερα γλυκιά γεύση.
Καλλιέργεια και χρήση
Τα κουμ κουάτ είναι πολύ ανθεκτικά δέντρα εσπεριδοειδών, πιο πολύ από τα πορτοκάλια. Το κουμ κουάτ Nagami ευδοκιμεί σε μικροκλίματα που ιδιαίτερα θερμά καλοκαίρια (η θερμοκρασία να κυμαίνεται από 25 °C έως 38 °C) αλλά ως δέντρο δύναται να αντέξει και τον παγετό (έως περίπου −10 ° C χωρίς ζημιά στα βλαστικά του μέρη). Ο καρπός συνήθως καταναλώνεται ολόκληρος, μαζί με τη φλούδα του και μερικές φορές χρησιμοποιείται και σε φρουτοσαλάτες.
Πολλαπλασιασμός
Τα κουμ κουάτ δεν αναπτύσσονται καλά από σπόρο. Στην περίπτωση αυτή, η ανάπτυξη τους είναι αργή και χαρακτηρίζονται από μακρά περίοδο νεανικότητας καθώς και υψηλό ποσοστό αποτυχίας. Για τον λόγο αυτό, για εμπορικούς σκοπούς πολλαπλασιάζονται αγενώς με βλαστικά μέρη (μοσχεύματα ή οφθαλμό) και εμβολιασμό πάνω σε κατάλληλο υποκείμενο.
Χημική σύσταση καρπού και ευεργετικές ιδιότητες
Μεταξύ των ειδών εσπεριδοειδών, τα κουμ κουάτ αποτελούν εξαιρετική πηγή θρεπτικών συστατικών και φυτοχημικών. Μέσω αρκετών ερευνών διερευνήθηκε και χαρακτηρίστηκε το διατροφικό προφίλ των κουμ κουάτ. Τα αποτελέσματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία είναι αρκετά διαφορετικό όχι μόνο ως προς τη θρεπτική σύνθεση αλλά, κυρίως, ως προς την ποσοτική και ποιοτική τους περιεκτικότητα σε δευτερογενείς μεταβολίτες. Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως οι διαφορετικές καλλιεργητικές μεταχειρίσεις, το μικροκλίμα της περιοχής καθώς και η γενετική ποικιλομορφία των ποικιλιών.
Τα κουμ κουάτ είναι καρποί με ιδιαίτερη θρεπτική αξία καθώς είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, υδατάνθρακες και μικροστοιχεία. Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας, Υπηρεσία Γεωργικής Έρευνας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA), η θρεπτική σύνθεση του φρέσκου κουμ κουάτ αναφέρεται έως 100 g βρώσιμης μερίδας είναι: νερό 80,85 g, πρωτεΐνη 1,88 g, λιπαρά 0,86 g, υδατάνθρακες 15,90 g, συνολική διατροφή φυτικές ίνες 6,5 g, συνολικά σάκχαρα 9,36 g, Ca 62 mg, Fe 0,86 mg, Mg 20 mg, P 19 mg, K 186 mg, Na 10 mg, Zn 0,17 mg, Cu 0,095 mg, Mn 0,135 mg, και η κατανάλωση των 100 g προσδίδει στον οργανισμό 71 kcal (296 kJ) ενέργειας.
Το κιτρικό οξύ είναι το κύριο οργανικό οξύ, με συγκέντρωση περίπου 2,8 g/100 mL χυμό, ενώ το μηλικό και το οξαλικό οξύ υπάρχουν σε χαμηλή ποσότητα, 0,35 και 0,02 mg/100 mL χυμού, αντίστοιχα. Τα κουμ κουάτ είναι σημαντική πηγή ωφέλιμων για την υγεία δευτερογενών μεταβολιτών, συμπεριλαμβανομένων φλαβονοειδών, βιταμινών, καροτενοειδών και τερπενοειδών, με ιδιαίτερα υψηλή αντιοξειδωτική δράση.
Τα συνολικά φλαβονοειδή και το φαινολικό προφίλ του κουμ κουάτ είναι υψηλότερο στα εκχυλίσματα φλούδας σε σύγκριση με της σάρκας ή σε υπερβολικά ώριμα κουμ κουάτ. Τα άγουρα κουμ κουάτ διαθέτουν δυο φορές περισσότερα φαινολικά σε ποσότητα από τα ώριμα. Το μικροκλίμα και η τοποθεσία επηρεάζει σημαντικά την παραγωγή και συνολική ποσότητα των φαινολικών συστατικών καθώς μελέτες έδειξαν ότι τα Ελληνικά και Αιγυπτιακά κουμ κουατ διέθεταν σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα Ιταλικά.
Χημικές αναλύσεις προσδιόρισαν την σύνθεση βιταμινών του καρπού κουμ κουάτ ανά 100 g βρώσιμης μερίδας. Συγκεκριμένα στον καρπό εντοπίζονται: βιταμίνη C (43,20 mg), βιταμίνη Β1 (0,03 mg), βιταμίνη Β2 (0,09 mg), βιταμίνη Β3 (0,04 mg), βιταμίνη Β5 (0,037 mg), βιταμίνη Β6 (0,03 mg), ολικό φυλλικό οξύ (17 μg), βιταμίνη Α (290 UI), βιταμίνη Ε ως α-τοκοφερόλη (0,15 mg), ολική βιταμίνη Ε (1,19 mg) (USDA).
Μεταξύ των δευτερογενών μεταβολιτών, η περιεκτικότητα σε φυτοστερόλες φρούτων είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατροφή του ανθρώπου λόγω των ευεργετικών ιδιότητές τους στον έλεγχο του μεταβολισμού της χοληστερόλης.
Ωστόσο, παρόλο που ο καρπός του κουμ κουάτ διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην φαρμακευτική, στην υγεία, στη βιομηχανία των καλλυντικών, τη γεωργία και τη βιομηχανία των τροφίμων, παράλληλα ξεχωρίζει για την γεύση του και την συνολική του συνεισφορά στην υγεία του ανθρώπου καθώς καταναλώνεται ολόκληρος, μαζί με την φλούδα του.
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερης διατροφικής αξίας καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της βιταμίνης C εντοπίζεται στην φλούδα μαζί με το σύνολο των ελαιογόνων αδένων που παράγουν τα αιθέρια έλαια. Τα αιθέρια έλαια διαθέτουν τεκμηριωμένες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Τα τερπένια, γ-τερπινέλιο και τερπινολένιο, παρά το ότι συμμετέχουν σε μικρό ποσοστό στην ολική σύνθεση των αιθέριων ελαίων των κουμ κουάτ, θεωρούνται σημαντικοί παράγοντες που συμβάλουν στην αντιοξειδωτική ικανότητα των καρπών.
Ανεξάρτητα από τα πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία που σχετίζονται με την αντιγηραντική δράση του κουμ κουάτ και τις ευεργετικές του επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου, ο ρόλος των κουμ κουάτ στη θωράκιση της υγείας μέσω της μείωσης του κινδύνου εμφάνισης ασθενειών, έχει από καιρό αναγνωριστεί από την παραδοσιακή ιατρική των περιοχών όπου καλλιεργούνται, όπως η Κίνα. Αυτές οι ιδιότητες σχετίζονται με την πρόληψη καρδιαγγειακών διαταραχών, καρκίνων και μολυσματικών ασθενειών, με αντιβακτηριακές, αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές και αγγειοδιασταλτικές δράσεις. Εκχύλισμα κουμ κουάτ επίσης φαίνεται να διαθέτουν την ικανότητα να ρυθμίσουν τις μεταβολικές διαταραχές που προκαλούνται από την παχυσαρκία, δείχνοντας πολλά υποσχόμενες εφαρμογές ως πιθανό συμπλήρωμα διατροφής.
Συγγραφέας: Δρ Βασίλειος Ζιώγας,
Εντεταλμένος Ερευνητής Δενδροκομίας Εσπεριδοειδών, ΕΛΓΟ - ΔΗΜΗΤΡΑ
Στοιχεία επικοινωνίας: ziogas@elgo.gr
