Τα μανταρίνια αποτελούν βασικό κομμάτι της ελληνικής εσπεριδοκαλλιέργειας και καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές της χώρας. Η επιλογή ποικιλίας επηρεάζει σημαντικά την παραγωγή, τα χαρακτηριστικά του καρπού και τη συμπεριφορά του δέντρου στο χωράφι. Με αφορμή την περίοδο συγκομιδής που έχει ήδη ξεκινήσει –ή πρόκειται να ξεκινήσει το επόμενο διάστημα σε ορισμένες περιοχές– παρουσιάζουμε τις κυριότερες ποικιλίες μανταρινιών που συναντώνται σήμερα στην Ελλάδα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τις συνοδεύουν.
Οι βασικές ποικιλίες μανταρινιών και το προφίλ τους
1. Κλημεντίνες Κορσικής
Οι κλημεντίνες της Κορσικής –με πιο διαδεδομένο τον κλώνο SRA 63– έχουν καθιερωθεί στην Ελλάδα λόγω των συνεργασιών της δεκαετίας ’70 και ξεχωρίζουν για τα καλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους, αν και ο καρπός είναι συνήθως μικρός. Τα τελευταία χρόνια εγκαθίσταται περιορισμένα ο πιο παραγωγικός κλώνος SRA 89, που δίνει μεγαλύτερους και ποιοτικότερους καρπούς. Οι υποποικιλίες Marisol, Caffin και De Nules παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις σε πρώιμη ωρίμανση, ποιότητα και συμπεριφορά στο χωράφι.
2. Μανταρίνια Σατσούμα
Τα Σατσούμα –με πιο γνωστούς τους υπερπρώιμους κλώνους Okitsu Wase και Miyagawa Wase– δίνουν παραγωγή από τα τέλη Σεπτεμβρίου και αποτελούν λύση για περιοχές με παγετούς, όπως Άρτα και ορεινές ζώνες. Παρότι το ελληνικό κοινό τα θεωρεί άνοστα, η ποικιλία έχει αξία για εξαγωγές, αρκεί η συγκομιδή να γίνεται όταν ο καρπός είναι ακόμη πρασινωπός, όπου και παρουσιάζει την καλύτερη γεύση.
3. Κοινό Μανταρίνι (Citrus deliciosa)
Το παραδοσιακό μεσογειακό μανταρίνι παραμένει ένα από τα πιο νόστιμα, με πλούσιο άρωμα και βαθιές ρίζες σε περιοχές όπως η Χίος, όπου αποτέλεσε ιστορικά μοχλό ανάπτυξης και εξαγωγών. Παρά το πρόβλημα των πολλών σπόρων, συνεχίζει να ξεχωρίζει για την ποιότητα του χυμού του και τη μοναδική του γεύση, ενώ νέοι κλώνοι, όπως το ιταλικό Tardivo di Ciaculli, δείχνουν ότι η ποικιλία έχει ακόμη ανεκμετάλλευτη δυναμική.
4. Μανταρίνι Ortanique (Tangor)
Το Ortanique, γνωστό και ως Mandora, έχει βρει σταθερή θέση στη Λακωνία χάρη στο οργανωμένο εμπορικό του κύκλωμα, προσφέροντας καρπούς με εξαιρετικό χυμό και μεγάλη διάρκεια αποθήκευσης χωρίς απώλεια ποιότητας. Παρότι καθαρίζεται δύσκολα και ο αριθμός σπόρων διαφέρει ανά περιοχή, η εμπορική του αξία παραμένει υψηλή, αποτελώντας μια αξιόπιστη όψιμη επιλογή για τους παραγωγούς.
5. Μανταρίνι Nova
Το Nova, υβρίδιο κλημεντίνης και Orlando tangelo, ξεχωρίζει για το μεγάλο μέγεθος και τον έντονο κόκκινο χρωματισμό του, ωριμάζοντας από τις αρχές Δεκεμβρίου. Παρά τα προβλήματα σχασίματος και κοκκίωσης, η ποικιλία έχει δείξει εξαιρετική προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες και καλή αποθήκευση, ενώ η σταυρεπικονίαση με Βαλέντσια ενισχύει σημαντικά την παραγωγικότητα.
6. Μανταρίνι Encore
Το Encore, υβρίδιο του Κοινού Μεσογειακού μανταρινιού και της King of Siam, έχει κερδίσει το ελληνικό κοινό χάρη στη χαρακτηριστική γεύση και το αρωματικό του προφίλ. Ωστόσο, πρόκειται για ιδιαίτερα απαιτητική ποικιλία, με έντονο σχάσιμο καρπών και υψηλό αριθμό σπόρων, ενώ η όψιμη ωρίμανση (τέλος Μαρτίου) και η παρενιαυτοφορία περιορίζουν την καλλιεργητική του σταθερότητα.
7. Μανταρίνι Fortune
Το Fortune, υβρίδιο Κλημεντίνης και Dancy, ξεχωρίζει για τη ζωηρότητα και την υψηλή παραγωγικότητά του, με πολλούς καρπούς να αναπτύσσονται στο εσωτερικό της κόμης. Εμφανίζει όμως έντονη παραγωγική ιδιομορφία: σε επαφή με άλλες ποικιλίες γίνεται ένσπερμο, ενώ η κακή λίπανση αυξάνει την ευαισθησία του στην ασθένεια «Mal nero».
8. Μανταρίνι Minneola
Το Minneola, υβρίδιο Dancy × Duncan, είναι ζωηρό και ανθεκτικό στο κρύο, με εξαιρετικό κόκκινο-πορτοκαλί φλοιό και υψηλή περιεκτικότητα σε χυμό. Ωριμάζει Ιανουάριο–Φεβρουάριο, όμως η μειωμένη «τραγανότητα» της σάρκας περιορίζει την αποδοχή του στην ελληνική αγορά, ειδικά σε σύγκριση με το Nova. Χρειάζεται προσεκτική διαχείριση τον χειμώνα, καθώς οι βροχές προκαλούν καρπόπτωση και κηλιδώσεις, ζημιές που μειώνονται με ψεκασμούς γιββερελλικού οξέος.
9. Μανταρίνι Page
Το Page, υβρίδιο Minneola × Κλημεντίνης, ξεχωρίζει για το έντονο κόκκινο χρώμα, την τραγανή σάρκα και τη γλυκύτητα που υπερτερεί έναντι άλλων υβριδίων. Παρά την υψηλή παραγωγικότητα, παρουσιάζει μεγάλη ανομοιομορφία μεγέθους, με σημαντικό ποσοστό μικρών καρπών και δύσκολο καθάρισμα. Ωριμάζει από τα μέσα Νοεμβρίου και διατηρείται στα δέντρα έως τα τέλη Φεβρουαρίου, αν και μετά μαλακώνει και χάνει την εμπορική του αξία.
Το τοπίο των μανταρινιών στον ελληνικό οπωρώνα
Η ελληνική παραγωγή μανταρινιών χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή ποικιλομορφία: από τις πρώιμες κλημεντίνες της Κορσικής με τους βελτιωμένους κλώνους SRA, μέχρι τα υβρίδια Nova, Minneola και Page που διευρύνουν την εποχή συγκομιδής, αλλά απαιτούν προσεκτική διαχείριση. Κάθε ποικιλία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες—άλλες κινδυνεύουν από σχάσιμο, άλλες παρουσιάζουν υψηλή οξύτητα ή μεγάλο αριθμό σπόρων, ενώ κάποιες απαιτούν συγκεκριμένα υποκείμενα για να αποδώσουν σωστά.
Για τον παραγωγό, η ποικιλιακή επιλογή αποτελεί ζήτημα στρατηγικής: το μικροκλίμα, ο παγετός, η γειτνίαση με γονιμοποιούς ποικιλίες, η ευπάθεια σε ασθένειες όπως το Mal Nero και η δυνατότητα αποθήκευσης καθορίζουν την τελική επιλογή. Την ίδια στιγμή, η βελτίωση κλώνων – όπως SRA89 στις κλημεντίνες ή οι επιλογές Fortune με χαμηλότερα οξέα – αποδεικνύει ότι η έρευνα συνεχίζει να ενισχύει την ποιότητα και την εμπορικότητα της ελληνικής παραγωγής.
Από τα Σατσούμα των ψυχρών περιοχών μέχρι τα όψιμα Encore και Ortanique, οι διαθέσιμες επιλογές επιτρέπουν στους παραγωγούς να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στις απαιτήσεις της αγοράς και στις προκλήσεις κάθε χρονιάς.
Κοιτώντας την επόμενη μέρα της καλλιέργειας
Σε μια περίοδο όπου οι κλιματικές πιέσεις και η αβεβαιότητα της αγοράς δοκιμάζουν όλο και περισσότερο τις δενδρώδεις καλλιέργειες, τα μανταρίνια εξακολουθούν να αποτελούν μία από τις πιο σταθερές επιλογές για πολλές περιοχές της χώρας. Με σωστή επιλογή ποικιλίας και προσεκτική διαχείριση, ο παραγωγός μπορεί να εξασφαλίσει ποιότητα, διάρκεια και εμπορική συνέπεια, αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα κάθε τύπου καρπού.
Πηγή: Γεωργία–Κτηνοτροφία, τεύχος 10/2008, Ε. Πρωτοπαπαδάκης, «Τα κυριότερα είδη, ποικιλίες και υποκείμενα εσπεριδοειδών στην Ελλάδα», σελ. 16–27.
