Καθώς οι φθινοπωρινές φυτεύσεις τομάτας μπαίνουν μπροστά, η υγρασία και οι ήπιες θερμοκρασίες δημιουργούν ιδανικές συνθήκες όχι μόνο για την ανάπτυξη των νεαρών φυτών, αλλά και για την εγκατάσταση της Tuta absoluta.Το φθινόπωρο είναι η περίοδος που κρίνει την ισορροπία της καλλιέργειας: αν η πρόληψη αργήσει, ο εχθρός δύσκολα ελέγχεται αργότερα.
Ο φθινοπωρινός κύκλος
Το έντομο έχει καθιερωθεί πλέον ως ο σοβαρότερος εχθρός της καλλιέργειας τομάτας. Επηρεάζει τόσο τις υπαίθριες όσο και τις θερμοκηπιακές φυτεύσεις, όμως αυτή την εποχή, οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι στα θερμοκήπια που μόλις μπαίνουν σε φύτευση. Οι πρώτες γενιές του εντόμου βρίσκουν ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας και εγκαθίστανται εύκολα, αν δεν ληφθούν μέτρα από την αρχή.
Οι προνύμφες του εντόμου δημιουργούν στοές στα φύλλα, στους βλαστούς και στους καρπούς, μειώνοντας σημαντικά την εμπορεύσιμη παραγωγή. Αν το έντομο εγκατασταθεί, η αντιμετώπιση είναι δαπανηρή και συχνά ανεπαρκής γι’ αυτό η έμφαση πρέπει να δοθεί στην πρόληψη και τον έγκαιρο έλεγχο.
Προληπτική θωράκιση του θερμοκηπίου
Η μάχη με την Tuta absoluta κρίνεται πριν καν φυτευτεί το πρώτο φυτό. Ένα «καθαρό ξεκίνημα» μειώνει δραστικά τις πιθανότητες να εγκατασταθεί το έντομο μέσα στο θερμοκήπιο.
Ο σχολαστικός καθαρισμός του χώρου είναι βασικός: τα υπολείμματα της προηγούμενης καλλιέργειας πρέπει να απομακρύνονται και να καταστρέφονται, όχι να συγκεντρώνονται έξω από το θερμοκήπιο. Τα ζιζάνια-ξενιστές γύρω από τον περίβολο πρέπει επίσης να εκριζώνονται, γιατί συχνά φιλοξενούν τα πρώτα στάδια του εντόμου.
Παράλληλα, ο παραγωγός χρειάζεται να «σφραγίσει» το θερμοκήπιο: προθάλαμος με διπλές πόρτες, εντομοστεγή δίχτυα στα ανοίγματα και χρήση υγιών φυταρίων με φυτοϋγειονομικό διαβατήριο. Τέλος, πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση νέας καλλιέργειας δίπλα σε παλιά, που μπορεί να λειτουργήσει ως δεξαμενή μόλυνσης. Όσο πιο καθαρά ξεκινά ένα θερμοκήπιο, τόσο λιγότερες επεμβάσεις χρειάζεται αργότερα.
Παρακολούθηση και έλεγχος πληθυσμού
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Tuta absoluta ξεκινά πάντοτε από τη σωστή παρακολούθηση. Οι παγίδες φερομόνης τύπου «Δ» τοποθετούνται περίπου δύο εβδομάδες πριν τη φύτευση, κυρίως κοντά στις εισόδους του θερμοκηπίου, και λειτουργούν ως «αισθητήρες» για τις πρώτες αφίξεις του εντόμου. Η φερομόνη ανανεώνεται κάθε λίγες εβδομάδες ώστε να εξασφαλίζεται συνεχής έλεγχος του πληθυσμού. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο τακτικός οπτικός έλεγχος των φυτών, ιδιαίτερα στα νεαρά φύλλα και στους πρώτους καρπούς, καθώς οι πρώτες στοές ή μικρές τρύπες αποτελούν ένδειξη εγκατάστασης του εντόμου.
Η μαζική παγίδευση ενεργοποιείται όταν συλλαμβάνονται πάνω από 3–4 άτομα ανά παγίδα την εβδομάδα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται μαύρες κολλητικές παγίδες, ρολά ή παγίδες νερού/λαδιού με φερομόνη, ανάλογα με το σύστημα εξαερισμού και τη διάταξη του θερμοκηπίου. Η τακτική παρακολούθηση των συλλήψεων βοηθά στην κατανόηση της εξέλιξης του πληθυσμού, ωστόσο η τελική απόφαση για επέμβαση πρέπει να βασίζεται στην πραγματική κατάσταση των φυτών, δηλαδή στην παρουσία ζωντανών προνυμφών.
Παράλληλα, η παρεμπόδιση σύζευξης έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία ολοκληρωμένης διαχείρισης. Η μέθοδος εφαρμόζεται από την έναρξη της καλλιέργειας, με ανάρτηση διαχυτήρων φερομόνης στα σύρματα στήριξης των φυτών. Οι διαχυτήρες απελευθερώνουν σταθερά μικρές ποσότητες φερομόνης, «μπερδεύοντας» τα αρσενικά άτομα και μειώνοντας έτσι την επιτυχή σύζευξη και, κατά συνέπεια, τον πληθυσμό του εντόμου. Η κατανομή πρέπει να είναι ομοιόμορφη σε όλο το θερμοκήπιο, με ελαφρώς πυκνότερη τοποθέτηση περιμετρικά.
Ο συνδυασμός παρακολούθησης, μαζικής παγίδευσης και παρεμπόδισης σύζευξης δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα πρόληψης. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η εξάρτηση από τα εντομοκτόνα και επιτυγχάνεται σταθερότερη προστασία της καλλιέργειας σε βάθος χρόνου.
Η εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων εξαρτάται από τις δυνατότητες και τον εξοπλισμό κάθε θερμοκηπίου. Ωστόσο, ακόμη και με ορισμένα απο αυτά τα μέσα όπως οι παγίδες και η τακτική παρακολούθηση, μπορεί να επιτευχθεί σημαντική μείωση του πληθυσμού του εντόμου.
Βιολογική καταπολέμηση
Η βιολογική καταπολέμηση είναι η καρδιά της ολοκληρωμένης διαχείρισης της Tuta absoluta. Η έγκαιρη εξαπόλυση ωφέλιμων οργανισμών μειώνει σημαντικά την πίεση του εντόμου, προστατεύοντας παράλληλα το οικοσύστημα του θερμοκηπίου.
Τα δύο αρπακτικά Macrolophus pygmaeus και Nesidiocoris tenuis χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο τόσο της Tuta όσο και του αλευρώδη, με το πρώτο να αποδίδει σε χαμηλότερες θερμοκρασίες και το δεύτερο σε θερμότερες. Παράλληλα, το παρασιτοειδές Trichogramma achaeae δρα παρασιτώντας τα αυγά του εντόμου, περιορίζοντας δραστικά τους πληθυσμούς. Οι εξαπολύσεις πρέπει να γίνονται με συνέπεια, ήδη από την εμφάνιση των πρώτων προσβολών.
Επιπλέον, βιολογικά μέσα όπως ο Bacillus thuringiensis ή ο εντομοπαθογόνος μύκητας Beauveria bassiana μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα για τον έλεγχο των νεαρών προνυμφών. Όλα αυτά τα μέσα είναι αποτελεσματικά μόνο όταν χρησιμοποιούνται έγκαιρα και σε περιβάλλον που δεν επιβαρύνεται από μη εκλεκτικά εντομοκτόνα.
Η χρήση ωφελίμων οργανισμών εφαρμόζεται κυρίως σε σύγχρονα και καλά εξοπλισμένα θερμοκήπια, όπου υπάρχουν σταθερές συνθήκες και τεχνική υποστήριξη. Σε πιο παραδοσιακές ή μικρές εγκαταστάσεις, η στρατηγική επικεντρώνεται κυρίως στη μαζική παγίδευση και στη συστηματική επιτήρηση, που αποτελούν εξίσου αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης όταν εφαρμόζονται με συνέπεια.
Χημική διαχείριση με σύνεση
Η χημική αντιμετώπιση παραμένει εργαλείο, όχι λύση ρουτίνας. Οι ψεκασμοί γίνονται μόνο όταν η πίεση ξεπερνά τα οικονομικά όρια ζημιάς και πάντα με γνώμονα τη διαχείριση της ανθεκτικότητας. Η εκτεταμένη χρήση εντομοκτόνων έχει οδηγήσει σε μείωση της αποτελεσματικότητας πολλών δραστικών ουσιών, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την εναλλαγή ομάδων δράσης (MoA).
Προτιμώνται σκευάσματα φιλικά προς τα ωφέλιμα και εγκεκριμένα για χρήση στη θερμοκηπιακή τομάτα. Οι εφαρμογές πρέπει να είναι στοχευμένες και να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα από τον αγρό. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, οι ψεκασμοί «προληπτικά» είναι δαπανηροί και συχνά αναποτελεσματικοί.
Ένα πλάνο εκκίνησης για τις φθινοπωρινές φυτεύσεις
Η επιτυχία ξεκινά πριν ακόμη φυτευτούν τα πρώτα φυτά. Ο σχολαστικός καθαρισμός του θερμοκηπίου, η απομάκρυνση υπολειμμάτων και ζιζανίων και η εγκατάσταση εντομοστεγών διχτύων δημιουργούν μια «καθαρή βάση».
Με τη μεταφύτευση, ενεργοποιούνται τα πρώτα μέτρα: παγίδες φερομόνης, καθημερινός έλεγχος και σταδιακή έναρξη της μεθόδου παρεμπόδισης σύζευξης. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης, οι εξαπολύσεις ωφελίμων οργανισμών και η χρήση βιολογικών σκευασμάτων, όπως ο Bacillus thuringiensis, λειτουργούν προληπτικά.
Σε θερμοκήπια όπου εφαρμόζεται ολοκληρωμένη διαχείριση, οι εξαπολύσεις ωφελίμων πραγματοποιούνται συνήθως τμηματικά, ανάλογα με την πίεση και τις συνθήκες. Σε μικρότερα θερμοκήπια, η συστηματική παρακολούθηση και η μαζική παγίδευση παραμένουν η πιο αποτελεσματική άμυνα. Μόνο όταν διαπιστωθεί αυξημένη πίεση, προχωράμε σε εκλεκτικούς ψεκασμούς, τηρώντας πάντα εναλλαγή ομάδων δράσης για να αποφευχθεί η ανθεκτικότητα.
Τρία πράγματα που αξίζει να θυμάται ο παραγωγός
Στην πράξη, η επιτυχία απέναντι στην Tuta absoluta κρίνεται από τρεις απλές αλλά καθοριστικές αρχές: Η καθαρή εκκίνηση είναι η μισή νίκη — αν το έντομο δεν εγκατασταθεί νωρίς, η σεζόν κυλά ομαλότερα. Η παρακολούθηση με τα μάτια του παραγωγού είναι το κλειδί, οι παγίδες δείχνουν την τάση, αλλά η τελική απόφαση λαμβάνεται στα ίδια τα φυτά. Και τέλος, ο συνδυασμός μεθόδων είναι εκείνος που φέρνει αποτέλεσμα: πρόληψη, ωφέλιμοι οργανισμοί, παγίδες και στοχευμένες εφαρμογές όταν πραγματικά χρειάζεται.
Με συνέπεια και σωστό σχεδιασμό, η διαχείριση της Tuta absoluta μπορεί να γίνει αποτελεσματικά και με σεβασμό στο περιβάλλον, το προϊόν και τον παραγωγό.
Πηγές:
Παρασκευόπουλος, Α. (2018). θερμοκηπιακή τομάτα Η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της Tuta absoluta. Περιοδικό Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 2/2018, σελ. 60–62.
Περδίκης, Δ., Δερβίσογλου, Σ., & Παρασκευόπουλος, Α. (2020). Σύγχρονες προσεγγίσεις στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του Tuta absoluta. Περιοδικό Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 5/2020, σελ. 46–50.