Η καλλιέργεια του παντζαριού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη αυτή την περίοδο, με κάποιους παραγωγούς να έχουν ήδη ξεκινήσει τη συγκομιδή και άλλους να ετοιμάζονται μέσα στις επόμενες ημέρες. Παρά τη σταθερή ζήτηση που παρουσιάζει το προϊόν, οι καλλιεργητές περιγράφουν μια πραγματικότητα δύσκολη — με μειωμένες εκτάσεις, αυξημένα κόστη και σοβαρές ελλείψεις σε εργατικά χέρια.
Ο ΑγροΤύπος συνομίλησε με παραγωγούς που καλλιεργούν παντζάρι, τόσο συμβατικό όσο και βιολογικό, καταγράφοντας τις δυσκολίες, τις προσαρμογές και τις ελπίδες τους για το μέλλον μιας καλλιέργειας που εξακολουθεί να «κρατάει».
Το πατζάρι θα μείνει – αλλά οι παραγωγοί λιγοστεύουν
Στον κάμπο του Μαραθώνα, η συγκομιδή του παντζαριού έχει ήδη ξεκινήσει για αρκετούς παραγωγούς, ωστόσο ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου, Νίκος Δήμος, επιλέγει να περιμένει λίγο ακόμη. Όπως λέει, «η συγκομιδή γενικώς έχει ξεκινήσει, εγώ προσωπικά δεν έχω ακόμη — θα ξεκινήσω σε περίπου είκοσι ημέρες».
Ο ίδιος εξηγεί ότι το πότε θα βγει το προϊόν εξαρτάται αποκλειστικά από το πότε έγινε η σπορά και από τον προγραμματισμό του κάθε παραγωγού: «Αναλόγως πότε το σπέρνεις, εξαρτάται και πότε θέλεις να έχεις παντζάρι, και κατ’ επέκταση να το διοχετεύσεις στην αγορά». Ο ίδιος επέλεξε να σπείρει τέλος Αυγούστου, ώστε να συγκομίσει τέλος Οκτωβρίου, όπως αναφέρει, «εσκεμμένα, για να μην υπάρξουν προβλήματα από εχθρούς και ασθένειες αυτή την εποχή».
Οι προσβολές, όταν υπάρχουν, εντοπίζονται κυρίως στα φύλλα. «Το πρόβλημα παρουσιάζεται σε όσους σπέρνουν πολύ πρώιμα. Στην αρχή αναπτύσσεται όλο το φυτό, αλλά στη συνέχεια μένει μόνο ο βολβός, γιατί τα φύλλα χαλάνε από κάποιον εχθρό», εξηγεί. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, ο καιρός φαίνεται να ευνοεί την καλλιέργεια: «Δεν έχουμε πια χιόνια, πάγους ή χαλάζι. Το είδος το κρατάμε όλο το χειμώνα, οπότε προς το παρόν ο καιρός είναι αρκετά ευνοϊκός», σημειώνει.
Σε σχέση με πέρυσι, η παραγωγή του είναι μικρότερη. «Ποσοτικά είμαι στα μισά. Ελάττωσα την έκταση που έσπειρα, γιατί έχει μειωθεί η κατανάλωση του κοινού και τα έξοδα παραγωγής έχουν ανέβει πολύ. Τα εργατικά είναι τεράστιο θέμα — τώρα έχουμε το ένα δέκατο του προσωπικού που είχαμε πριν τρία χρόνια. Εγώ προσωπικά έχω μείνει με έναν εργάτη», αναφέρει, επισημαίνοντας πως αυτό από μόνο του περιορίζει την έκταση που μπορεί να καλλιεργήσει.
Η τιμή παραγωγού κυμαίνεται, σύμφωνα με τον ίδιο, «από 1,00 έως 1,50 ευρώ το κιλό», με διακύμανση ανάλογα με το μέγεθος του βολβού. Ωστόσο, η ισορροπία εσόδων – εξόδων είναι πλέον οριακή: «Για τον μέσο παραγωγό, που είναι και το 80% στον Μαραθώνα, τα έσοδα ίσα που καλύπτουν τα έξοδα — αν συνυπολογίσεις αρδεύσεις, λιπάνσεις, φάρμακα, ενέργεια, εργατικά. Όλα έχουν πάει σχεδόν δέκα φορές επάνω από το 2005».
Παρά τις δυσκολίες, τονίζει ότι το παντζάρι παραμένει δημοφιλές προϊόν: «Το προτιμά ο κόσμος, λόγω των ιδιοτήτων του και της θρεπτικής του αξίας». Ωστόσο, δεν κρύβει την απογοήτευσή του για την έλλειψη στήριξης: «Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε βοήθεια από κανέναν άλλο πέρα από τους εαυτούς μας. Η δουλειά αυτή έχει ημερομηνία λήξης. Δεν με πειράζει που είναι δύσκολη, με πειράζει που δεν πληρώνει — κι έτσι δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις».
Το βιολογικό παντζάρι θέλει υπομονή
Στη Βόρεια Ελλάδα, ο Παναγιώτης Τσιάνιος βρίσκεται ήδη στη φάση της συγκομιδής των βιολογικών παντζαριών. «Έχουμε ξεκινήσει να βγάζουμε προϊόν, και η διαδικασία θα συνεχιστεί και τον Νοέμβριο», λέει. Όπως εξηγεί, η φετινή χρονιά κύλησε χωρίς προβλήματα από τον καιρό. «Παλιά σπέρναμε γραμμικά στο χωράφι, τώρα όμως το σπέρνουμε ένα-ένα σε θήκη 250 φυτών και μετά το μεταφυτεύουμε. Έτσι ελέγχουμε καλύτερα το χώμα, το τσάπισμα, τα χόρτα — γενικά όλη τη διαχείριση», αναφέρει. Η σπορά έγινε τον Αύγουστο, με την καλλιέργεια να εξελίσσεται ομαλά.
Παρά τα καλά αποτελέσματα, οι υγρασίες αποτελούν σταθερό πρόβλημα. «Η υγρασία προκαλεί ασθένειες στα φύλλα και, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της βιολογικής καλλιέργειας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μόνο χαλκό — και αυτό μόλις δύο φορές σε όλη την περίοδο», εξηγεί. Ο χαλκός, ωστόσο, «προλαβαίνει τις μυκητολογικές προσβολές που οφείλονται στην εναλλαγή θερμοκρασιών».
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, ο ίδιος υπολογίζει ότι θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, ενώ η τιμή του βιολογικού παντζαριού διαμορφώνεται «στα 2,00 με 2,50 ευρώ το κιλό». Η διαδικασία, ωστόσο, είναι απαιτητική: «Για να καθαριστεί το χωράφι από τα ζιζάνια, χρειάζομαι έξι μεροκάματα, αφού απαγορεύεται η χημική ζιζανιοκτονία. Όλα γίνονται στο χέρι, όπως και η συγκομιδή», σημειώνει.
Παρά τον κόπο και τον χρόνο που απαιτείται, θεωρεί το παντζάρι «μια καλή παραγωγή», αρκεί να έχει τη σωστή προσέγγιση. «Χρειάζεται καλή φροντίδα και γνώση, ειδικά στο βιολογικό κομμάτι, για να έχεις το κατάλληλο αποτέλεσμα», καταλήγει.
Ένα λαχανικό με μέλλον – αν του δώσουμε χώρο
Από τον Μαραθώνα μέχρι τη Βόρεια Ελλάδα, το παντζάρι παραμένει μια καλλιέργεια που «κρατάει» — χάρη στην αντοχή της και στους ανθρώπους που τη φροντίζουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Για άλλους το στοίχημα είναι η επιβίωση μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων εξόδων και ελλείψεων σε εργατικά χέρια· για άλλους, η φροντίδα και η γνώση που απαιτείται ώστε ένα βιολογικό χωράφι να δώσει καρπό.
Όπως λένε όσοι το καλλιεργούν, «είναι εύκολο φυτό, δύσκολη δουλειά». Κι ίσως εκεί βρίσκεται και το νόημα: το παντζάρι θα συνεχίσει να υπάρχει στα χωράφια μας — αρκεί να υπάρξουν κι εκείνοι που θα μπορούν να το καλλιεργούν με αξιοπρέπεια.