Η φυλλόπτωση στην ελιά είναι ένα φαινόμενο που συχνά ανησυχεί τους παραγωγούς, ιδιαίτερα αυτή την εποχή όπου η υγρασία και οι πρώτες βροχές του χειμώνα κάνουν πιο έντονα ορατές τις αδυναμίες του δέντρου. Η απώλεια φύλλων δεν είναι πάντα πρόβλημα· κάθε ελαιόδεντρο αποβάλλει φυσιολογικά ένα μέρος των γερασμένων φύλλων του. Όταν όμως η πτώση γίνεται μαζικά, σε λάθος στιγμή ή με εικόνα που δεν θυμίζει το συνηθισμένο κιτρίνισμα των παλιών φύλλων, τότε αξίζει να αναζητηθούν άμεσα τα αίτια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ίδιο το δέντρο «μιλάει»: τα φύλλα που πέφτουν ή που ετοιμάζονται να πέσουν κρύβουν επάνω τους χαρακτηριστικά σημάδια, τα οποία μπορούν να καθοδηγήσουν τον παραγωγό στην πρώτη, βασική διάγνωση.
Πότε η φυλλόπτωση είναι φυσιολογική
Στην ελιά, η απώλεια μέρους της φυλλικής επιφάνειας αποτελεί φυσιολογική διαδικασία, καθώς το δέντρο αποβάλλει σταδιακά τα γερασμένα φύλλα του. Πρόκειται κυρίως για φύλλα δύο έως τριών ετών, τα οποία βρίσκονται στη βάση των βλαστών. Με το πέρασμα του χρόνου κιτρινίζουν και τελικά πέφτουν, μια διαδικασία που κορυφώνεται την άνοιξη, όταν το δέντρο αναπτύσσει νέα βλάστηση. Κατά τη φυσιολογική φυλλόπτωση, η ισορροπία του δέντρου παραμένει αμετάβλητη: δεν παρατηρείται μείωση της φυλλικής επιφάνειας ούτε απογύμνωση κλάδων, ενώ η βλάστηση συνεχίζεται με φυσιολογικούς ρυθμούς.
Τι θεωρείται μη φυσιολογική φυλλόπτωση
Όταν η πτώση των φύλλων εμφανίζεται μαζικά, ανεξάρτητα από την εποχή και χωρίς να περιορίζεται στα γερασμένα φύλλα, τότε δεν πρόκειται για φυσιολογικό φαινόμενο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η φυλλόπτωση αποτελεί ένδειξη ότι τα δέντρα υποφέρουν από κάποιο υποκείμενο αίτιο που απαιτεί διερεύνηση. Η ένταση της πτώσης καθορίζει και τη σοβαρότητα των συνεπειών: μειώνεται η φυλλική επιφάνεια, συχνά απογυμνώνονται κλάδοι και, ως αποτέλεσμα, η ικανότητα του δέντρου να σχηματίσει καρποφόρα όργανα για την επόμενη περίοδο περιορίζεται σημαντικά. Με άλλα λόγια, η μη φυσιολογική φυλλόπτωση επηρεάζει άμεσα και ουσιαστικά τη μελλοντική παραγωγή.
Τα συχνότερα αίτια – και τι «λένε» τα φύλλα
Ο βασικός οδηγός για τη διάγνωση βρίσκεται… στο χώμα και στα κλαδιά. Τα φύλλα που έχουν ήδη πέσει, αλλά και εκείνα που ετοιμάζονται να πέσουν, συχνά φέρουν επάνω τους τα σημάδια που κατευθύνουν τον παραγωγό προς το πραγματικό αίτιο της φυλλόπτωσης. Τα επίσημα δεδομένα δείχνουν ότι τα πιο συχνά αίτια αυξημένης και μη φυσιολογικής απώλειας φύλλων είναι το κυκλοκόνιο και η κερκοσπορίαση, που εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα, ενώ ακολουθούν το γλοιοσπόριο, τα κοκκοειδή σε συνδυασμό με καπνιά, ο πυρηνοτρήτης και οι τροφοπενίες καλίου και βορίου, τα οποία συναντώνται πιο σπάνια.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις όπου τα φύλλα παρουσιάζουν μόνο ένα γενικευμένο κιτρίνισμα και ξήρανση, χωρίς ιδιαίτερες κηλίδες. Τότε η εικόνα μπορεί να παραπέμπει σε βερτισιλλίωση, η οποία δεν συνοδεύεται πάντοτε από φυλλόπτωση και απαιτεί τομή στους κλάδους για να διαπιστωθεί πιθανή νέκρωση των αγγείων. Παρόμοια συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν και σε περιπτώσεις σηψιρριζιών, όπου χρειάζεται εξέταση του ριζικού συστήματος για τη σωστή διάγνωση. Σε πιο σπάνιες συνθήκες, μια γενικευμένη εικόνα κιτρινίσματος και ξήρανσης σε όλα σχεδόν τα δέντρα του ελαιώνα μπορεί να οφείλεται είτε σε έντονη ξηρασία είτε σε υπερβολική υγρασία που προκαλεί ασφυξία των ριζών.
Κυκλοκόνιο & Κερκοσπορίαση: οι συχνότεροι «ένοχοι»
Το κυκλοκόνιο και η κερκοσπορίαση αποτελούν τις πιο συχνές αιτίες έντονης φυλλόπτωσης στα ελαιόδεντρα. Και οι δύο ασθένειες ευνοούνται από υψηλή σχετική υγρασία και τυπικά εμφανίζονται σε ελαιώνες που βρίσκονται σε περιοχές με συχνές βροχοπτώσεις, νυχτερινή δροσιά ή ομίχλες κατά το διάστημα από το φθινόπωρο έως την άνοιξη. Τα προβλήματα εντείνονται σε δέντρα που καλλιεργούνται σε πυκνή φύτευση, όπου ο αερισμός είναι ανεπαρκής και τα φύλλα δεν εκτίθενται επαρκώς στον ήλιο.
Τα παθογόνα διατηρούνται στα προσβεβλημένα φύλλα που παραμένουν πάνω στο δέντρο. Με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές αρχίζουν να παράγουν σπόρια, τα οποία μεταφέρονται με τον άνεμο και το νερό της βροχής στα υγιή φύλλα, προκαλώντας νέες μολύνσεις. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη βροχερή περίοδο, κάθε φορά που υπάρχει υγρασία στα φύλλα για λίγες ώρες, με τα νεαρά φύλλα να είναι τα πιο ευάλωτα.
Για την αντιμετώπιση των δύο ασθενειών απαιτείται προληπτική δράση, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου το πρόβλημα εμφανίζεται συχνά. Συνιστώνται δύο έως τρεις προληπτικοί ψεκασμοί: ο πρώτος το φθινόπωρο, όταν αναμένονται έντονες βροχοπτώσεις, ο δεύτερος την άνοιξη, μετά την έναρξη της νέας βλάστησης και πριν εμφανιστούν οι ταξιανθίες, και, εφόσον οι συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές για την ανάπτυξη των ασθενειών, ένας ενδιάμεσος ψεκασμός μετά την ολοκλήρωση της ελαιοσυλλογής. Για την κερκοσπορίαση, που μπορεί να προσβάλει και τους καρπούς, απαιτείται επιπλέον ένας καλοκαιρινός ψεκασμός τον Αύγουστο, όπου υπάρχει ιστορικό προσβολών.
Τα προληπτικά σκευάσματα για τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς ψεκασμούς βασίζονται κυρίως σε χαλκούχες ουσίες, ενώ για τον ανοιξιάτικο ψεκασμό χρησιμοποιούνται και σκευάσματα με θεραπευτική δράση, όπως αναφέρονται στο πρωτότυπο κείμενο. Σε ελαιώνες με χρονίζον πρόβλημα κρίνεται αναγκαίο να γίνεται τουλάχιστον ένας ψεκασμός κάθε χρόνο, ακόμη και σε περιόδους χωρίς έντονες βροχοπτώσεις, ώστε τα μολύσματα να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα και να αποφεύγονται οι καταστροφικές εξάρσεις σε δύσκολες χρονιές.
Γιατί η διάγνωση είναι κρίσιμη για την επόμενη παραγωγή
Η μη φυσιολογική φυλλόπτωση δεν αποτελεί μια απλή ενόχληση ή ένα επιφανειακό αισθητικό ζήτημα. Αντίθετα, επηρεάζει με άμεσο και ουσιαστικό τρόπο τη λειτουργία του δέντρου. Η απώλεια των φύλλων μειώνει τη φωτοσυνθετική ικανότητα της ελιάς, περιορίζει τη θρέψη της και δυσχεραίνει τον σχηματισμό των καρποφόρων οργάνων. Αυτό σημαίνει ότι τα δέντρα που χάνουν σήμερα σημαντικό μέρος της φυλλικής τους επιφάνειας θα εμφανίσουν μειωμένη παραγωγή την επόμενη χρονιά. Η έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος και η σωστή αντιμετώπιση δεν προστατεύουν μόνο την υγεία του δέντρου, αλλά αποτελούν και βασική παράμετρο για τη διασφάλιση της μελλοντικής παραγωγής του ελαιώνα.
Η Προστασία της Επόμενης Χρονιάς Ξεκινά Σήμερα
Η φυλλόπτωση στην ελιά είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει ως σιωπηλό μήνυμα ότι κάτι δεν πάει καλά. Η προσεκτική ματιά του παραγωγού στα φύλλα —σε όσα έχουν πέσει και σε όσα ετοιμάζονται να πέσουν— αποτελεί το πρώτο, ουσιαστικό βήμα για να εντοπιστεί εγκαίρως το πραγματικό αίτιο. Όταν η απώλεια της φυλλικής επιφάνειας γίνεται μεγαλύτερη από το φυσιολογικό, η επόμενη παραγωγική περίοδος επηρεάζεται άμεσα.
Η έγκαιρη διάγνωση, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια τεχνική διαδικασία, είναι μια επένδυση στη ζωτικότητα του ελαιώνα. Με σωστή παρατήρηση και ενημέρωση, ο παραγωγός μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά, διατηρώντας την υγεία των δέντρων και εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της παραγωγής.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 12/2016, «Μη φυσιολογική φυλλόπτωση, αίτια & διάγνωση» σελ. 36-7