Με τις φθινοπωρινές σπορές να έχουν είτε ολοκληρωθεί είτε να ετοιμάζονται να ξεκινήσουν, ανάλογα με την ποικιλία που επιλέγει κάθε παραγωγός, η συζήτηση γύρω από τη σωστή εγκατάσταση και διαχείριση του κτηνοτροφικού ρεβιθιού γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε μια περίοδο όπου ζητούμενο είναι πιο οικονομικά και πιο αυτάρκη σιτηρέσια για τα παραγωγικά ζώα, το ρεβίθι έρχεται στο προσκήνιο χάρη στη θρεπτική του αξία, την ανθεκτικότητά του και κυρίως τη δυνατότητά του να υποκαθιστά τη σόγια στα σιτηρέσια.
Θρεπτική αξία και ρόλος στη ζωοτροφή
Το ρεβίθι (Cicer arietinum L.), αν και παραδοσιακά όσπριο για ανθρώπινη κατανάλωση, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό ως ζωοτροφή. Με περιεκτικότητα πρωτεΐνης 19–28% και σημαντικά επίπεδα υδατανθράκων, βιταμινών και ανόργανων στοιχείων, προσφέρει μια υψηλής ποιότητας συμπυκνωμένη τροφή για χοίρους, πρόβατα, βοοειδή, πουλερικά και άλογα. Οι πειραματικές μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να υποκαταστήσει τη σόγια στα σιτηρέσια: στα πρόβατα δεν επηρεάζει την ανάπτυξη ή την παραγωγή γάλακτος και συχνά βελτιώνει την πεπτικότητα, στους χοίρους δεν μεταβάλλει την ποσότητα ή την ποιότητα του σφαγίου, ενώ στην πτηνοτροφία διατηρεί την αυγοπαραγωγή και την κρεοπαραγωγή με μόνη αλλαγή στο χρώμα της λεκίθου.
Γιατί το ρεβίθι κερδίζει τους παραγωγούς
Πέρα από τη θρεπτική του αξία, το ρεβίθι κερδίζει συνεχώς έδαφος στην πράξη, καθώς αποτελεί μία καλλιέργεια με λίγες απαιτήσεις και χαμηλό ρίσκο. Χρειάζεται ελάχιστη λίπανση, προσαρμόζεται σε ποικιλία εδαφών και αντέχει ιδιαίτερα στην ξηρασία, ενώ τα όρθια στελέχη του διευκολύνουν πλήρως τη μηχανική συγκομιδή με τις θεριζοαλωνιστικές των χειμερινών σιτηρών. Ως ψυχανθές βελτιώνει τη γονιμότητα του εδάφους μέσα από την αζωτοδέσμευση, γεγονός που το καθιστά ιδανικό για αμειψισπορά. Παράλληλα, παρουσιάζει μικρή παρουσία αντιθρεπτικών παραγόντων και περιορισμένες προσβολές από έντομα, χαρακτηριστικά που ενισχύουν τη σταθερότητά του, ακόμη και σε βιολογικά συστήματα παραγωγής.
Σημαντική ώθηση στη φθινοπωρινή καλλιέργεια του ρεβιθιού έχουν δώσει και οι τρεις ποικιλίες που ανέπτυξε το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών Λάρισας, όλες με ανθεκτικότητα στο ψύχος και στην ασκοχύτωση, καλύπτοντας τις διαφορετικές ανάγκες των παραγωγών. Η Αμοργός, μεσόσπερμη και με όρθια ανάπτυξη 45–70 εκατοστών, διευκολύνει τη μηχανική συγκομιδή και μπορεί να σπαρεί τόσο το φθινόπωρο όσο και την άνοιξη, με ποσότητα σπόρου 16–17 κιλά το στρέμμα. Η Σέριφος, μεσοπρώιμη και μικρόσπερμη, παρουσιάζει αντοχή στο ψύχος, στην ασκοχύτωση και στη σκληρωτινίαση, ενώ σπέρνεται από τον Νοέμβριο έως τις αρχές Δεκεμβρίου, αποτελώντας κατάλληλη επιλογή και για ψυχρότερες περιοχές. Τέλος, η Άνδρος, επίσης μικρόσπερμη αλλά πολύ πρώιμη, ξεχωρίζει για την εξαιρετική αντοχή της στο κρύο και σπέρνεται από τις 20 Νοεμβρίου έως τις 10 Δεκεμβρίου, με μέσες αποδόσεις 200–250 κιλά το στρέμμα στη φθινοπωρινή εγκατάσταση.
Απαιτήσεις – Κλίμα και έδαφος
Το ρεβίθι παρουσιάζει συγκεκριμένες κλιματικές απαιτήσεις, ιδιαίτερα στην άνθηση και την ωρίμανση των λοβών, κάτι που παραδοσιακά περιόριζε τη σπορά στην άνοιξη λόγω της ευαισθησίας του στο ψύχος. Η ανάπτυξη, όμως, νέων ποικιλιών από το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών Λάρισας επιτρέπει πλέον ασφαλή φθινοπωρινή σπορά, η οποία συχνά δίνει και υψηλότερες αποδόσεις όταν οι θερμοκρασίες είναι ευνοϊκές. Η καλλιέργεια προσαρμόζεται καλά σε μεγάλο εύρος εδαφών — από αμμώδη έως αργιλώδη — αρκεί να μην υπάρχει νεροκράτημα, στο οποίο το ρεβίθι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Επηρεάζεται επίσης αρνητικά από υψηλή αλατότητα ή ακραίες τιμές pH, γεγονός που καθιστά την επιλογή κατάλληλου χωραφιού σημαντική για την επιτυχία της καλλιέργειας.
Σπορά
Η φθινοπωρινή σπορά του ρεβιθιού απαιτεί σωστή προετοιμασία, καθώς η επιτυχία της καλλιέργειας ξεκινά από το έδαφος. Νωρίς το φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές, πραγματοποιείται ένα όργωμα μετρίου βάθους, ακολουθούμενο από σβάρνισμα πριν από τη σπορά και, όπου χρειάζεται, επιπλέον κατεργασία για τη διάλυση των βώλων. Σε χωράφια με μεγάλη κλίση ή αυξημένο κίνδυνο διάβρωσης, είναι προτιμότερο να παραμείνουν τα φυτικά υπολείμματα ως το τέλος του χειμώνα για την προστασία του εδάφους.
Η εγκατάσταση της καλλιέργειας γίνεται με τις συνηθισμένες σπαρτικές μηχανές των χειμερινών σιτηρών, σε αποστάσεις γραμμών 20–30 εκατοστών, με βάθος 2–3 εκατοστά και ποσότητα σπόρου 16–18 κιλά το στρέμμα. Ανάλογα με την ποικιλία, η σπορά μπορεί να πραγματοποιηθεί από τα τέλη του φθινοπώρου έως τις αρχές του χειμώνα, δηλαδή από τον Νοέμβριο έως και τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Όταν επιλεγούν οι κατάλληλες ποικιλίες, η φθινοπωρινή εγκατάσταση δίνει συχνά υψηλότερες αποδόσεις από την ανοιξιάτικη.
Λίπανση – Άρδευση
Το ρεβίθι έχει τη δυνατότητα να καλύπτει μόνο του το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του σε άζωτο μέσω αζωτοδέσμευσης, επομένως η προσθήκη αζώτου εφαρμόζεται μόνο όταν εμφανιστούν ενδείξεις έλλειψης. Η καλλιέργεια επωφελείται από την παρουσία φωσφόρου, με σύσταση περίπου 6 kg P₂O₅ ανά στρέμμα, ενώ κάλιο προστίθεται μόνο όταν αυτό προκύπτει από την εδαφοανάλυση.
Ως από τα πιο ανθεκτικά ψυχανθή στην ξηρασία, το ρεβίθι συνήθως δεν απαιτεί άρδευση. Μόνο όταν η σπορά γίνει την άνοιξη μπορεί να χρειαστούν μία ή δύο αρδεύσεις κατά την άνθηση, ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη και η καρποφορία των φυτών.
Ζιζάνια – Εχθροί και ασθένειες
Η καλλιέργεια του ρεβιθιού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στον ανταγωνισμό από τα ζιζάνια στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, γι’ αυτό και η ορθή κατεργασία του εδάφους πριν από τη σπορά αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της. Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει είτε προφυτρωτικά είτε μεταφυτρωτικά — στη δεύτερη περίπτωση μόνο για αγρωστώδη — πάντα με προσοχή στις συνθήκες και στη ζωηρότητα της καλλιέργειας. Παράλληλα, η εφαρμογή καλλιεργητικών πρακτικών που ενισχύουν την ευρωστία των φυτών συνεχίζει να αποτελεί βασικό εργαλείο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
Από τις ασθένειες, η πλέον καταστρεπτική είναι η ασκοχύτωση, η οποία ευνοείται από υγρό και βροχερό καιρό και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην παραγωγή. Η αντιμετώπισή της βασίζεται αποκλειστικά σε προληπτικά μέτρα, όπως η χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, υγιούς σπόρου, η καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων και η αποφυγή χωραφιών που είχαν προσβληθεί στο παρελθόν. Στο πεδίο των εντομολογικών εχθρών, ζημιές μπορούν να προκαλέσουν το πράσινο σκουλήκι και ο βρούχος, με την αντιμετώπισή τους να γίνεται σύμφωνα με τις επιτρεπόμενες πρακτικές και τηρώντας τα απαιτούμενα χρονικά όρια πριν από τη συγκομιδή.
Η θέση του ρεβιθιού σήμερα
Σε μια περίοδο όπου ζητούμενο είναι η οικονομία και η αυτάρκεια στα σιτηρέσια, το κτηνοτροφικό ρεβίθι προσφέρει μια σταθερή, πρακτική και θρεπτική λύση. Με τη φθινοπωρινή σπορά να βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο της, η καλλιέργεια μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη για τον κτηνοτρόφο που θέλει να στηρίξει την εκτροφή του χωρίς περιττά ρίσκα. Και γι’ αυτό, το κτηνοτροφικό ρεβίθι έχει κάθε λόγο να βρίσκεται στην ατζέντα των παραγωγών — και κυρίως, να βρίσκεται στα χωράφια τους.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 3/2012, «Κτηνοτροφικά φυτά: Το κτηνοτροφικό ρεβίθι», σελ. 36–39.