Την ώρα που η συζήτηση γύρω από τα όσπρια επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, υπάρχουν καλλιέργειες που κινούνται μακριά από τον θόρυβο, αλλά σταθερά αυξάνουν το αποτύπωμά τους στα χωράφια. Μία από αυτές είναι το λαθούρι. Στη Θεσσαλία, και ειδικότερα στον κάμπο της Λάρισας, η καλλιέργεια αρχίζει να επανεμφανίζεται με αυξημένες εκτάσεις, όχι ως «μόδα», αλλά ως συνειδητή επιλογή χαμηλού ρίσκου.
Με αφορμή την επικείμενη έναρξη της σποράς, συζητήσαμε με τον γεωπόνο του Συνεταιρισμού Θεστό, κ. Μπασινό Α., ο οποίος μετέφερε την εικόνα που διαμορφώνεται φέτος στην περιοχή, βασισμένη στην εμπειρία της καλλιέργειας και στη συνεργασία με παραγωγούς.
Πότε ξεκινά η σπορά και τι δείχνει η εικόνα των εκτάσεων
Όπως εξηγεί ο γεωπόνος του Συνεταιρισμού Θεστό, το λαθούρι δεν έχει ακόμη σπαρθεί, καθώς η περίοδος σποράς του τοποθετείται στα τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Σε αντίθεση με άλλα ψυχανθή, όπως η φακή που ήδη έχει φυτρώσει, το λαθούρι μπαίνει αργότερα στο χωράφι, στοιχείο που δεν θεωρείται μειονέκτημα, αλλά εντάσσεται στον γενικότερο καλλιεργητικό σχεδιασμό των παραγωγών, οι οποίοι το αντιμετωπίζουν κυρίως ως συμπληρωματική και όχι ως κύρια καλλιέργεια. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η εικόνα που διαμορφώνεται στη Θεσσαλία δείχνει αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, καθώς, «από τα 500–600 στρέμματα των προηγούμενων ετών, φέτος το λαθούρι εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τα 1.000 στρέμματα». Σύμφωνα με τον συνεταιρισμό, η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται σε έντονη εμπορική πίεση, αλλά σε μια πιο ψύχραιμη αξιολόγηση από πλευράς παραγωγών, που αναζητούν καλλιέργειες με χαμηλές απαιτήσεις, περιορισμένο κόστος και ελεγχόμενο ρίσκο.
Χαμηλές εισροές, ανθεκτικότητα και προσαρμογή σε φτωχά χωράφια
Σε γεωπονικό επίπεδο, το λαθούρι χαρακτηρίζεται από χαμηλές ανάγκες σε εισροές και περιορισμένες απαιτήσεις σε επεμβάσεις, «γεγονός που το κατατάσσει στις πλέον ανθεκτικές και οικονομικά βιώσιμες καλλιέργειες για χωράφια χαμηλής παραγωγικής δυναμικότητας». Όπως εξηγεί ο γεωπόνος, η καλλιέργεια δεν απαιτεί λίπανση, πέρα από μια πιθανή προσθήκη φωσφόρου στην αρχή, εφόσον το έδαφος το χρειάζεται, ενώ οι φυτοπροστατευτικές παρεμβάσεις περιορίζονται κυρίως στον έλεγχο των ζιζανίων και γίνονται μόνο εφόσον προκύψει ανάγκη για μυκητολογικά ή εντομολογικά ζητήματα. Σε σύγκριση με άλλα ψυχανθή, όπου οι ψεκασμοί μπορεί να φτάνουν τις πέντε ή περισσότερες εφαρμογές, στο λαθούρι οι επεμβάσεις παραμένουν ελάχιστες, μειώνοντας σημαντικά τόσο το κόστος όσο και τον καλλιεργητικό φόρτο. Παράλληλα, η αντοχή του στο κρύο και η προσαρμοστικότητά του σε φτωχά και άγονα εδάφη το καθιστούν κατάλληλο για χωράφια περιορισμένων δυνατοτήτων, τα οποία σπάνια επιλέγονται για πιο απαιτητικές καλλιέργειες. Ως ψυχανθές, συμβάλλει και στη βελτίωση του εδάφους, χωρίς ωστόσο να προτιμάται έναντι καλλιεργειών όπως ο βίκος όταν ο στόχος είναι η χλωρή λίπανση αμιγώς.
Αποδόσεις, τιμές και κόστος καλλιέργειας
Οι αποδόσεις του λαθουριού θεωρούνται χαμηλότερες σε σχέση με άλλα ψυχανθή, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται ισορροπημένο λόγω του χαμηλού κόστους. Σύμφωνα με τον κ. Μπασινό, σε άγονα και ξηρικά χωράφια η καλλιέργεια μπορεί να αποδώσει περίπου 200 κιλά ανά στρέμμα, ενώ σε καλύτερης ποιότητας αγροτεμάχια οι αποδόσεις αυξάνονται αναλογικά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις δυνατότητες του χωραφιού.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η καθαρή τιμή παραγωγού για το λαθούρι κυμαίνεται περίπου από 0,50 έως 0,65 ευρώ το κιλό. Όπως επισημαίνεται, δεν πρόκειται για καλλιέργεια υψηλών αποδόσεων ή εντυπωσιακών τιμών, ωστόσο το οικονομικό αποτέλεσμα παραμένει θετικό, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με περιορισμένες εισροές.
Το συνολικό κόστος καλλιέργειας –συμπεριλαμβανομένων σπόρου, καλλιεργητικών εργασιών και συγκομιδής– «δεν ξεπερνά τα 50 ευρώ ανά στρέμμα» σύμφωνα με τον κ. Μπασινό, στοιχείο που καθιστά το λαθούρι μια επιλογή με ελεγχόμενο ρίσκο για τον παραγωγό.
Από το χωράφι στη φάβα: η διαδικασία και οι απώλειες
Το λαθούρι δεν διατίθεται ως έχει για ανθρώπινη κατανάλωση, καθώς, όπως περιγράφει ο κ. Μπασινός, περνά υποχρεωτικά από σπαστήρα ώστε να παραχθεί φάβα. Κατά τη διαδικασία αυτή καταγράφεται «απώλεια περίπου 30–35%», που αφορά το περίβλημα του σπόρου, με αποτέλεσμα «από έναν τόνο προϊόντος να προκύπτουν περίπου 650 κιλά καθαρής φάβας» . Η διάθεση γίνεται κυρίως μέσω χονδρεμπόρων, με τη ζήτηση να εμφανίζεται αυξημένη τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το λαθούρι δεν αντιμετωπίζεται ως καλλιέργεια που έρχεται να αντικαταστήσει άλλες, αλλά εντάσσεται κυρίως «ως συμπληρωματική επιλογή στο καλλιεργητικό πλάνο», ιδιαίτερα για παραγωγούς που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν χωράφια χαμηλής παραγωγικότητας και να περιορίσουν το ρίσκο σε μια περίοδο αυξημένου κόστους. Όπως συνοψίζει ο γεωπόνος του Συνεταιρισμού, πρόκειται για μια «αθόρυβη» καλλιέργεια, με λίγες απαιτήσεις και σταθερή παρουσία, που βρίσκει ξανά τη θέση της σε έναν πιο ρεαλιστικό αγροτικό σχεδιασμό.
Χωρίς να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο, το λαθούρι επανεμφανίζεται στα χωράφια της Θεσσαλίας ως μια επιλογή με συγκεκριμένο ρόλο και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά.