Στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Εντομολογικού Συνεδρίου, οι συνεδρίες για τη βιοποικιλότητα ανέδειξαν πλήθος ερευνών που φέρνουν στο φως νέες πτυχές της ελληνικής εντομοπανίδας και προτάσεις για οικολογικές πρακτικές με εφαρμογή στην αγροτική παραγωγή. Από την καταγραφή νέων ειδών έως τη συμβολή των ανθοφόρων φυτών και των εδαφοκαλύψεων στα αγροοικοσυστήματα, η συζήτηση ανέδειξε τη διασύνδεση μεταξύ επιστήμης, βιοποικιλότητας και βιώσιμης γεωργίας.
Νέα είδη και δεδομένα από τον ελληνικό χώρο
Η έρευνα της ομάδας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών για την υπεροικογένεια Cynipoidea (Hymenoptera) αποκάλυψε 67 είδη, εκ των οποίων 16 καταγράφηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και 7 για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η συστηματική συλλογή σε 213 τοποθεσίες της χώρας οδήγησε επίσης στην ανίχνευση δύο νέων ειδών για την επιστήμη, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για περαιτέρω χαρτογράφηση της ελληνικής πανίδας.
Παράλληλα, το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή παρουσίασε νέα στοιχεία για τις “αλογόμυγες” (Tabanidae), μέσα από τη μελέτη 128 δειγμάτων της συλλογής του. Σημαντικά ήταν τα ευρήματα για την Πελοπόννησο, όπου καταγράφηκαν για πρώτη φορά είδη όπως Tabanus marianii και Tabanus paradoxus, υπογραμμίζοντας τη σημασία των φυσικών συλλογών ως εργαλείων τεκμηρίωσης και διατήρησης της εντομολογικής βιοποικιλότητας.
Αγροοικολογία και ωφέλιμα έντομα
Στο επίκεντρο βρέθηκαν και οι πρακτικές ενίσχυσης των ωφέλιμων εντόμων μέσα στα αγροτικά οικοσυστήματα.
Στους ελαιώνες της Κρήτης, μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών έδειξε ότι οι καλλιέργειες εδαφοκάλυψης με Festuca arundinacea και Trifolium repens αύξησαν σημαντικά τους πληθυσμούς αρπακτικών όπως οι αράχνες (Araneae) και τα Carabidae, ενισχύοντας τη βιολογική ρύθμιση των εχθρών της ελιάς, όπως ο δάκος.
Στους μηλεώνες της Τεγέας, η ερευνητική ομάδα του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών απέδειξε ότι οι ανθοφόρες ζώνες και οι τοπικές ποικιλίες συμβάλλουν στην προσέλκυση περισσότερων επικονιαστών και φυσικών εχθρών. Παρόμοια ευρήματα προέκυψαν και για τους ροδακινεώνες του Τυρνάβου, όπου τα αυτοφυή φυτά όπως το Trifolium repens και το Geranium molle αποδείχθηκαν πολύτιμοι σύμμαχοι για την αύξηση των ωφέλιμων αρθρόποδων και των επικονιαστών.
Στην καλλιέργεια της τομάτας, η εφαρμογή μειγμάτων Μεσογειακών αυτοφυών φυτών όπως Calendula arvensis και Eruca vesicaria λειτούργησε ως φυσικό καταφύγιο για παρασιτοειδή και άγριες μέλισσες, αναδεικνύοντας μια φιλική προς το περιβάλλον εναλλακτική για τη στήριξη των οικοσυστημικών υπηρεσιών.
Τέλος, μελέτη του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου έδειξε ότι οι ελαιώνες με “πράσινες υποδομές” φιλοξενούν πλουσιότερη μυρμηγκοπανίδα, με είδη όπως Pheidole pallidula και Aphaenogaster simonellii, ενώ καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Κρήτη το Strumigenys membranifera. Η διατήρηση αυτής της ποικιλότητας συνδέεται με τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους και τη ρύθμιση των εχθρών.
Οι μέλισσες και οι νέες τεχνολογίες
Ξεχωριστό ενδιαφέρον προκάλεσε η παρουσίαση της ομάδας του Ινστιτούτου Μελισσοκομίας του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, που εξέτασε την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων 3.6 GHz (τύπου 5G) στην ανάπτυξη των μελισσών.
Η μελέτη έδειξε μικρή αλλά μετρήσιμη καθυστέρηση στην εκκόλαψη ωών στις αποικίες που εκτέθηκαν στο πεδίο, χωρίς όμως διαφορές στη βιωσιμότητα ή στη συμπεριφορά των βασιλισσών. Τα ευρήματα αποτελούν βάση για περαιτέρω διερεύνηση σχετικά με τις νέες μορφές περιβαλλοντικής πίεσης που αντιμετωπίζουν οι μέλισσες.
Κλείνοντας
Η σημερινή ημέρα του Συνεδρίου αφιερωμένη στη βιοποικιλότητα απέδειξε ότι η ελληνική εντομολογική έρευνα παραμένει δυναμική και ουσιαστική. Από τη χαρτογράφηση νέων ειδών μέχρι την ενίσχυση των ωφέλιμων εντόμων στα αγροτικά συστήματα, τα ευρήματα δείχνουν πως η προστασία της βιοποικιλότητας δεν είναι απλώς οικολογικός στόχος, αλλά θεμέλιο μιας πιο ανθεκτικής και βιώσιμης γεωργίας.