Ο δάκος της ελιάς (Bactrocera oleae) αποτελεί τον σημαντικότερο εχθρό της ελαιοκαλλιέργειας στη Μεσόγειο, προκαλώντας κάθε χρόνο σημαντικές ζημιές στην παραγωγή και στην ποιότητα του ελαιολάδου. Η διαχείρισή του εισέρχεται πλέον σε μια νέα εποχή, όπου η τεχνολογία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι καινοτόμες τεχνολογικές προσεγγίσεις που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια μεταμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η παρακολούθηση και η αντιμετώπισή του, εισάγοντας εργαλεία ψηφιοποίησης, μηχανικής μάθησης και αυτοματισμού.
Ο κ. Διονύσιος Περδίκης, καθηγητής του Εργαστηρίου Γεωργικής Ζωολογίας και Εντομολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσίασε πρόσφατα πώς αυτές οι τεχνολογίες φέρνουν την ψηφιοποίηση και τη μηχανική μάθηση στο πεδίο της πράσινης διαχείρισης, τόσο στους ελαιώνες όσο και στο αστικό πράσινο.
Από τον χάρτη ως το δέντρο
Η ομάδα του κ. Περδίκη ξεκίνησε ήδη από το 2005 την ανάπτυξη συστημάτων ψηφιοποίησης και γεωγραφικής παρακολούθησης ελαιώνων. Στόχος ήταν να μπορεί ο κάθε χειριστής ή επιβλέπων να γνωρίζει με ακρίβεια τη θέση του μέσα στο χωράφι, ποια δέντρα έχουν ψεκαστεί, πού υπάρχουν παγίδες και αν βρίσκεται εντός ή εκτός περιοχής ψεκασμού. Όπως εξήγησε, «όλα βασίζονται στο να ξέρεις πού ακριβώς βρίσκεσαι».
Τα συστήματα αυτά εξελίχθηκαν ώστε να προσφέρουν στον χρήστη πλήρη εικόνα του αγρού και των ενεργειών που εκτελούνται, επιτρέποντας την οργάνωση των ψεκασμών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των επεμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ερευνητική ομάδα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου αξιοποιεί τεχνολογίες γεωεντοπισμού και αλγορίθμους λήψης απόφασης, που επιτρέπουν την παρακολούθηση των εργασιών και την υποστήριξη των προγραμμάτων δακοκτονίας.
Με αυτόν τον τρόπο, ο ψεκαστής γνωρίζει πότε και πού μπορεί να ψεκάσει με ασφάλεια και ακρίβεια, μειώνοντας κόστος και περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις.
Μηχανική μάθηση και στοχευμένες επεμβάσεις
Παράλληλα, αξιοποιείται πλέον και η μηχανική μάθηση για τον εντοπισμό των θέσεων των δέντρων και την εκτίμηση των σημείων όπου πρέπει να τοποθετούνται οι παγίδες.
«Το σύστημα μαθαίνει να αναγνωρίζει τα δέντρα μέσα από δορυφορικές ή εναέριες εικόνες, με βάση το χρώμα και το περίγραμμα», εξήγησε ο κ. Περδίκης.
Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των συστημάτων αυτών, ήταν εφικτό να επιλέγονται μόνο ευρύτερες περιοχές που χρειάζονταν ψεκασμό. Ωστόσο, ο παραγωγός έπρεπε και πάλι να εφαρμόζει τον δολωματικό ψεκασμό επιλέγοντας κάθε τρίτο ή τέταρτο δέντρο.
Με τη σημερινή πρόοδο της τεχνολογίας, είναι πλέον δυνατό να προσδιορίζεται η ακριβής θέση κάθε δέντρου και, επομένως, να καθορίζονται με ακρίβεια ποια συγκεκριμένα δέντρα θα ψεκαστούν.
Έτσι, δημιουργούνται αυτόματα χάρτες που δείχνουν ποια σημεία χρειάζονται ψεκασμό και ποια μπορούν να εξαιρεθούν, επιτρέποντας στοχευμένες επεμβάσεις “κάθε δέντρο – κάθε δεύτερο – κάθε τέταρτο”, όπως προβλέπεται στις οδηγίες.
Από τη θεωρία στην πράξη
Η ίδια τεχνολογική λογική αρχίζει να εφαρμόζεται και σε προβλήματα του αστικού πρασίνου. Όπως ανέφερε ο κ. Περδίκης, τα συστήματα αυτά αναπτύσσονται σε συνεργασία με δήμους και ΔΑΟΚ, με στόχο να δημιουργηθούν ολοκληρωμένα δίκτυα παρακολούθησης τόσο για τα δέντρα των πόλεων όσο και για τους ελαιώνες.
Μέσω τέτοιων συνεργασιών, όπως αυτή με τον Δήμο Αθηναίων, καταγράφονται ηλεκτρονικά τα δέντρα και τα προβλήματά τους – ξηρά, επικίνδυνα ή προσβεβλημένα από έντομα όπως το σκαθάρι της μουριάς. Οι υπηρεσίες πρασίνου μπορούν έτσι να οργανώνουν συνεργεία κοπής ή νέες φυτεύσεις, γνωρίζοντας ποια δέντρα χρειάζονται παρέμβαση και πού ακριβώς βρίσκονται.
Αντίστοιχα, στα προγράμματα δακοκτονίας, οι ΔΑΟΚ θα μπορούν να γνωρίζουν με ακρίβεια πού να εφαρμόζουν ψεκασμούς και ποια σημεία χρειάζονται παρακολούθηση, διευκολύνοντας τον προγραμματισμό και την αποτελεσματικότητα των επεμβάσεων. Με αυτόν τον τρόπο, η τεχνολογία συνδέει πλέον το χωράφι με το περιαστικό και το αστικό πράσινο, δημιουργώντας μια ενιαία ψηφιακή εικόνα της παραγωγής και της φροντίδας των δέντρων.
Το επόμενο βήμα: Εκπαίδευση και συνεργασία
Το ζήτημα του κόστους, της εκπαίδευσης και της πρακτικής εφαρμογής των νέων τεχνολογιών παραμένει καθοριστικό για το μέλλον της δακοκτονίας και της διαχείρισης του αστικού πρασίνου. Ο κ. Περδίκης εξήγησε ότι πολλές λύσεις βασίζονται ήδη σε διαθέσιμες υποδομές, όπως τα συστήματα GPS και τα ανοιχτά λογισμικά GIS, χωρίς να απαιτούνται μεγάλα κονδύλια. «Τα εργαλεία υπάρχουν, το θέμα είναι να τα αξιοποιήσουμε σωστά», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι οι τεχνολογίες αυτές δεν αντικαθιστούν τον άνθρωπο, αλλά τον βοηθούν να παίρνει καλύτερες αποφάσεις.
Ο ίδιος επισήμανε πως η μετάβαση μπορεί να γίνει σταδιακά, με πιλοτικές εφαρμογές και εκπαίδευση των χρηστών, ώστε να εξοικειωθούν παραγωγοί και υπηρεσίες. «Η τεχνολογία είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε», σημείωσε, καλώντας σε συνεργασία ερευνητών, δήμων και παραγωγών για τη διάδοση των καινοτόμων πρακτικών.