Καθώς ο χειμώνας προχωρά και η υγρασία αυξάνεται σε πολλές περιοχές της χώρας, οι κτηνοτρόφοι στρέφουν το βλέμμα τους στους διαθέσιμους βοσκότοπους και στη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ποιοτική χλωρά νομή για τους επόμενους μήνες. Αυτή την εποχή ολοκληρώνονται οι σπορές των τεχνητών λειμώνων ή αξιολογούνται οι πρώτες βόσκησης του φθινοπώρου, γεγονός που αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σημασία της σωστής επιλογής φυτικών ειδών και μιγμάτων. Η ανάγκη μείωσης του κόστους των ζωοτροφών και η προσαρμογή στα ιδιαίτερα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά κάθε αγρού δίνουν στο θέμα μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, καθώς ο σχεδιασμός της νέας περιόδου βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Σε πολλές ημιορεινές και μη αρδευόμενες εκτάσεις της χώρας, η αναζήτηση λύσεων που βελτιώνουν τη διαθεσιμότητα ποιοτικής χλωράς νοµής οδηγεί ολοένα και περισσότερους κτηνοτρόφους στην αξιοποίηση τεχνητών λειμώνων. Η καλλιέργεια μιγμάτων ψυχανθών και αγρωστωδών μπορεί να δώσει ζωοτροφές υψηλής θρεπτικής αξίας, ενώ παράλληλα στηρίζει την υπαίθρια βόσκηση, στοιχείο καθοριστικό για την ευζωία των ζώων. Παρότι η πρακτική δεν είναι ακόμη ιδιαίτερα διαδεδομένη, παρουσιάζει σημαντικές δυνατότητες όταν σχεδιαστεί σωστά και προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής.
Η επιλογή των κατάλληλων φυτικών ειδών
Οι τεχνητοί λειμώνες μπορούν να εγκατασταθούν σε ημιορεινές μη αρδευόμενες εκτάσεις, αλλά και σε υπερβοσκημένες ή εγκαταλελειμμένες περιοχές, αξιοποιώντας αγρούς που διαφορετικά θα παρέμεναν υποβαθμισμένοι. Προσαρμόζονται τόσο σε μονοφυτικές όσο και σε διφυτικές ή πολυφυτικές καλλιέργειες, ενώ η σύνθεση του μίγματος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αποδοτικότητα της καλλιέργειας, καθώς κάθε είδος ανταποκρίνεται διαφορετικά στο υψόμετρο, την υγρασία και τις συνθήκες ανάπτυξης.
Σε περιοχές με αυξημένη εδαφική υγρασία λόγω βροχοπτώσεων προτιμώνται διφυτικοί λειμώνες με φεστούκα ή λόλιο σε συνδυασμό με έρπον τριφύλλι σε αναλογία 70–30. Σε νοτιότερες ζώνες μπορεί να χρησιμοποιηθεί μίγμα δακτυλίδας με έρπον τριφύλλι ή υπόγειο τριφύλλι, παρότι το τελευταίο είναι δυσεύρετο. Η τελική επιλογή των ειδών και των αναλογιών τους διαμορφώνεται από παράγοντες όπως το υψόμετρο, η δυνατότητα άρδευσης και η παραγωγική κατεύθυνση της εκμετάλλευσης, ενώ η έλλειψη επαρκών ερευνητικών δεδομένων καθιστά χρήσιμη τη δοκιμή μιγμάτων από τον ίδιο τον παραγωγό πριν από τη σπορά, ώστε να αξιολογήσει την προσαρμοστικότητα των φυτικών ειδών στις συνθήκες του αγρού του
Αξιολόγηση και διαχείριση των τεχνητών λειμώνων πριν και μετά την εγκατάσταση
Πριν ληφθεί η απόφαση για την εγκατάσταση ενός τεχνητού λειμώνα, είναι χρήσιμο να εξεταστεί η παραγωγικότητα και η θρεπτική αξία της υπάρχουσας αυτοφυούς βλάστησης. Αυτό μπορεί να γίνει σε ένα περιφραγμένο τμήμα της έκτασης, με εφαρμογή λίπανσης και αποφυγή της βόσκησης για συγκεκριμένο διάστημα, ώστε ο παραγωγός να διαπιστώσει αν ο αγρός χρειάζεται ενίσχυση. Όταν η φυσική βλάστηση κρίνεται ανεπαρκής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του «πατήματος», κατά την οποία σπέρνεται στα πεταχτά μεγάλη ποσότητα σπόρου –συνήθως ψυχανθούς– σε υγρά χωράφια και στη συνέχεια αφήνονται τα ζώα να πατήσουν το έδαφος, ενσωματώνοντας τον σπόρο στο υπόστρωμα. Η πρακτική αυτή μπορεί να βελτιώσει ουσιαστικά την εικόνα του αγρού και να ενισχύσει την ανάπτυξη του λειμώνα.
Ένας καλά εγκατεστημένος τεχνητός λειμώνας ανταμείβει την προσπάθεια προσφέροντας υψηλής θρεπτικής αξίας βόσκηση μία έως δύο φορές το φθινόπωρο και άλλη τόσες την άνοιξη, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση του κόστους αγοράς ζωοτροφών. Η σταθερή αυτή παροχή χλωράς νοµής αποτελεί βασικό πλεονέκτημα των τεχνητών λειμώνων, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου η φυσική βλάστηση δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της εκμετάλλευσης.
Τα τριφύλλια στα μίγματα των τεχνητών λειμώνων
Τα τριφύλλια μπορούν να καλλιεργηθούν είτε ως μονοκαλλιέργεια είτε σε συνδυασμό με αγρωστώδη και αποτελούν βασικά είδη για τη δημιουργία τεχνητών λειμώνων. Όταν τα ζώα οδηγούνται για βόσκηση σε μονοκαλλιέργειες τριφυλλιού, καλό είναι να έχουν ταϊστεί προηγουμένως με σανό ή καρπό ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος τυμπανισμού.
Το λειμώνιο τριφύλλι είναι πολυετές είδος που προσφέρει βόσκηση και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς συνεχίζει την ανάπτυξή του τους ψυχρούς μήνες. Δεν αντέχει όμως την έντονη πίεση της βόσκησης και μπορεί να εμφανίσει προβλήματα αναβλάστησης όταν καταπονηθεί, με αποδόσεις που φτάνουν τους 2,5–3,5 τόνους χλωρού χόρτου το στρέμμα τον πρώτο χρόνο και 4–6 τόνους στα επόμενα έτη.
Το λευκό ή έρπον τριφύλλι είναι επίσης πολυετές, με έρπουσα ανάπτυξη που το καθιστά ανθεκτικό στο πάτημα. Είναι όμως ευαίσθητο στην εντατική βόσκηση και χρειάζεται τακτική διαχείριση ώστε να μην καλυφθεί από το αγρωστώδες του μίγματος. Όταν η παρουσία του μειωθεί κάτω από το 20%, συνιστάται επανασπορά για επαναφορά στα επιθυμητά επίπεδα 20–40%, ενώ η βόσκηση μπορεί να γίνεται μέχρι ύψος 5 εκατοστών, με διάστημα 20–30 ημερών για αναβλάστηση.
Το αλεξανδρινό τριφύλλι είναι ετήσιο είδος που καλλιεργείται τόσο σε αμιγείς φυτείες όσο και σε μίγματα. Παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο πρόκλησης τυμπανισμού σε σχέση με άλλα τριφύλλια, ενώ η ετήσια παραγωγή χλωρού χόρτου κυμαίνεται από 3 έως 7 τόνους το στρέμμα.
Το τριφύλλι Περσίας, επίσης ετήσιο, σπέρνεται το φθινόπωρο και επιτρέπει ελαφρά χειμερινή βόσκηση, η οποία μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την άνοιξη. Επειδή είναι αυτοσπειρόμενο, η ανοιξιάτικη βόσκηση πρέπει να πραγματοποιείται με προσοχή ώστε να μπορέσουν τα φυτά να παράγουν επαρκή ποσότητα σπόρου. Παρά την υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, αποξηραίνεται εύκολα χάρη στους λεπτούς βλαστούς του, με παραγωγή που φτάνει τους 8–9 τόνους χλωρού χόρτου ανά στρέμμα.
Τα αγρωστώδη που στηρίζουν την παραγωγή
Η φεστούκα είναι ένα πολυετές είδος κατάλληλο για καλλιέργεια σε όλη τη χώρα, με τη μεγαλύτερη παραγωγή χλωρού χόρτου να σημειώνεται την άνοιξη και με αισθητή μείωση τους θερινούς μήνες. Χρησιμοποιείται για την εγκατάσταση τεχνητών λειμώνων σε ποσοστό 80%, σε συνδυασμό με τριφύλλι έρπον ή λειμώνιο σε ποσοστό τουλάχιστον 20%, ενώ η σπορά της πραγματοποιείται το φθινόπωρο.
Το λόλιο, επίσης πολυετές αγρωστώδες, αποδίδει υψηλή παραγωγή χλωρού χόρτου την άνοιξη αλλά δίνει μικρότερες ποσότητες το καλοκαίρι. Σπέρνεται στις αρχές Οκτωβρίου και καλλιεργείται σε ένα ευρύ φάσμα υψομέτρων –από παραθαλάσσιες περιοχές έως ορεινές κορυφές– συμμετέχοντας στα μίγματα τεχνητών λειμώνων σε ποσοστό 80%, με τριφύλλι να καλύπτει το υπόλοιπο 20%.
Η δακτυλίδα, πολυετές είδος με ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, αποτελεί επίσης βασικό είδος για φθινοπωρινές σπορές σε τεχνητούς λειμώνες. Για την εγκατάστασή της απαιτούνται συνολικά 2,5 κιλά σπόρου ανά στρέμμα, από τα οποία τα 2 κιλά αφορούν τον σπόρο δακτυλίδας και τα 0,5 κιλά το τριφύλλι που συνοδεύει το μίγμα.
Ένας πρακτικός σύμμαχος για τον παραγωγό
Η αξιοποίηση τεχνητών λειμώνων αποτελεί μια ρεαλιστική επιλογή για τους κτηνοτρόφους που θέλουν να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα ποιοτικής χλωράς νοµής και να μειώσουν την εξάρτηση από αγοραζόμενες ζωοτροφές. Με σωστή προσαρμογή των μιγμάτων στις ανάγκες του αγρού και με βασικές πρακτικές διαχείρισης, ο λειμώνας μπορεί να εξελιχθεί σε μια σταθερή και αξιόπιστη πηγή τροφής για τα ζώα, ακόμη και σε περιοχές όπου η φυσική βλάστηση δεν επαρκεί. Πρόκειται για μια πρακτική που συνδέει την παράδοση της βόσκησης με σύγχρονες καλλιεργητικές επιλογές, δίνοντας στον παραγωγό ένα επιπλέον εργαλείο για να στηρίξει τη βιωσιμότητα και την αποδοτικότητα της εκμετάλλευσής του.
Πηγή: Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 8/2016, «Μίγματα φυτών σε τεχνητούς λειμώνες για βόσκηση», σελ. 76–77