Τα σέσκουλα δεν ανήκουν στις καλλιέργειες που πρωταγωνιστούν σε τίτλους για τιμές ή εξαγωγές. Παραμένουν μια ήσυχη, τοπική επιλογή, με ρόλο περισσότερο συμπληρωματικό παρά κεντρικό. Για να αποτυπωθεί η πραγματική εικόνα της καλλιέργειας, ο ΑγροΤύπος συνομίλησε με την κα. Άννα Καραμιχάλη, βιολογική παραγωγό και μέλος της Ένωσης Αγροτών Βιοκαλλιεργητών Βόρειας Ελλάδας, με πολυετή εμπειρία σε κηπευτικά και χορταρικά. Μέσα από τη δική της καθημερινότητα στο χωράφι, αναδεικνύονται οι ιδιαιτερότητες μιας καλλιέργειας που απαιτεί γνώση, υπομονή και άμεση διάθεση του προϊόντος.
Καλλιέργεια, φροντίδα και συγκομιδή των σέσκουλων
Η καλλιέργεια του σέσκουλου μπορεί να γίνει τόσο υπαίθρια όσο και σε θερμοκήπιο, κάτι που επηρεάζει τον ρυθμό ανάπτυξης και τη συγκομιδή, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ωρίμανση πραγματοποιείται συνήθως σε διάστημα περίπου 40 έως 60 ημερών, ανάλογα με την εποχή της καλλιέργειας και την ποικιλία. Η κα. Καραμιχάλη εξηγεί ότι στην πράξη εφαρμόζει και τις δύο μορφές καλλιέργειας, τόσο υπαίθρια όσο και σε θερμοκήπιο, ανάλογα με τις συνθήκες και την περίοδο.
«Η εγκατάσταση της καλλιέργειας γίνεται είτε με απευθείας σπορά είτε με μεταφύτευση φυταρίων, πρακτικές που εφαρμόζονται και στην πράξη. Μετά το φύτρωμα, τα φυτά αραιώνονται ώστε να παραμένει ένα σέσκουλο σε κάθε θέση φύτευσης, επιτρέποντας καλύτερη ανάπτυξη». Η ίδια αναφέρει ότι εφαρμόζει τόσο απευθείας σπορά όσο και μεταφύτευση σποροφύτων, ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες της καλλιέργειας.
Αυτή την περίοδο, η καλλιέργεια βρίσκεται σε φάση συγκομιδής, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για μια διαδικασία «κόβω και τελείωσα». «Τα φύλλα κόβονται σταδιακά», όπως μας εξηγεί, αφαιρώντας τα εξωτερικά με ψαλίδι και «αφήνοντας ανέπαφο το κεντρικό σημείο του φυτού», από το οποίο εκφύονται νέα φύλλα. Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει, «το φυτό συνεχίζει να δίνει παραγωγή και η καλλιέργεια μπορεί να παραμείνει ενεργή για τρεις έως τέσσερις μήνες», ενώ όταν κοπεί μία φορά, ο κύκλος της ολοκληρώνεται πολύ πιο γρήγορα.
Το σέσκουλο προτιμά πλούσια εδάφη και έχει αυξημένες απαιτήσεις σε νερό. «Χρειάζεται συχνό πότισμα», καθώς το έδαφος πρέπει να διατηρείται συνεχώς υγρό, όπως μας επισημαίνει. Μόνο όταν υπάρχει επαρκής υγρασία στο έδαφος «αναπτύσσεται σωστά και αποκτά δροσερό και τραγανό φύλλωμα». Η συγκομιδή γίνεται αποκλειστικά με το χέρι, ενώ το προϊόν είναι ιδιαίτερα ευπαθές. Τα φύλλα δεν αντέχουν αποθήκευση και «πρέπει να διατεθούν άμεσα», ώστε να φτάσουν στον καταναλωτή άμεσα. «Υπάρχουν πολλές ποικιλίες σέσκουλου, με φύλλα από ανοικτό έως σκούρο πράσινο χρώμα και με λευκά ή κόκκινα κοτσάνια», ανάλογα με την ποικιλία, όπως μας λέει.
Κλίμα, βιολογική καλλιέργεια και περιορισμένα περιθώρια
Οι χαμηλές θερμοκρασίες αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες κινδύνου για την καλλιέργεια. Τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο τα σέσκουλα χρειάζονται κάλυψη, διαφορετικά κινδυνεύουν, ενώ κάτω από το μηδέν η συγκομιδή δυσκολεύει σημαντικά, όπως συμβαίνει και με άλλα φυλλώδη λαχανικά του χειμώνα.
Στη βιολογική παραγωγή, τα περιθώρια παρέμβασης είναι περιορισμένα. Δεν χρησιμοποιούνται λιπάσματα πέρα από όσα επιτρέπονται και είναι πιστοποιημένα, ενώ οι δυνατότητες αντιμετώπισης εντόμων ή ασθενειών είναι μικρές. Αν υπάρξει σοβαρή προσβολή, το φυτό μπορεί να χαθεί, γεγονός που καθιστά την καλλιέργεια απαιτητική, ακόμη κι αν εξωτερικά δείχνει απλή.
Κόστος και όρια της καλλιέργειας
Σε μικρή κλίμακα, τα έξοδα της καλλιέργειας μπορούν να ελεγχθούν. Όταν όμως το σέσκουλο επιχειρείται πιο εμπορικά, οι δυσκολίες αυξάνονται. Ο σπόρος αποτελεί ένα από τα πιο κοστοβόρα στοιχεία, ενώ απαιτείται παραγωγή φυταρίων και μεταφύτευση, διαδικασίες που ανεβάζουν το κόστος και την απαιτούμενη εργασία. Όπως σημειώνει η κα. Καραμιχάλη, δεν πρόκειται για καλλιέργεια που «σηκώνει» εύκολα πολλά στρέμματα.
Στο ίδιο πλαίσιο, η διάθεση του προϊόντος γίνεται κυρίως σε μορφή ματσακιού, με την τιμή –όπως αναφέρει η ίδια– «να κυμαίνεται περίπου από 0,80 έως 1,00 ευρώ», ανάλογα με τις συνθήκες και το σημείο διάθεσης. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα προϊόν χωρίς μεγάλες αποδόσεις σε κιλά και χωρίς προοπτική εξαγωγών, γεγονός που καθιστά τα σέσκουλα μια «συμπληρωματική επιλογή» και όχι βασική καλλιέργεια, όπως συμβαίνει και με άλλα χορταρικά τοπικού χαρακτήρα. Ακριβώς γι’ αυτό, η βασική συμβουλή της προς όσους σκέφτονται να ασχοληθούν με την καλλιέργεια είναι ξεκάθαρη: «πρώτα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η διάθεση του προϊόντος». Χωρίς σαφή αγορά και γρήγορη διακίνηση, το ρίσκο αυξάνεται και η καλλιέργεια μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε απώλειες.
Παρά τις δυσκολίες, το σέσκουλο δείχνει να βρίσκει «ξανά τη θέση του στο πιάτο», όπως μας επισημαίνει η παραγωγός. Τα σέσκουλα φαίνεται να επιλέγονται από τον κόσμο, ο οποίος τα αναζητά περισσότερο σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια, όπως μας αναφερει η κα. Καραμιχάλη. «Χρησιμοποιείται τόσο μαγειρεμένο όσο και ωμό, συχνά σε συνδυασμό με σπανάκι». Και συνεχίζει λέγοντας ότι, «πρόκειται για τρυφερό, γλυκό φύλλο, που θυμίζει παλιότερες χρήσεις στην ελληνική κουζίνα και επανέρχεται σταδιακά στις σύγχρονες διατροφικές συνήθειες».
Τα σέσκουλα στη σημερινή γεωργία
Η καλλιέργεια του σέσκουλου δεν βασίζεται σε μεγάλους αριθμούς ούτε σε εντυπωσιακές αποδόσεις. Πρόκειται για μια επιλογή χαμηλών τόνων, με συγκεκριμένες απαιτήσεις και σαφή όρια, που απαιτεί γνώση, καθημερινή φροντίδα και άμεση σύνδεση με τη διάθεση του προϊόντος. Μέσα σε ένα αγροτικό τοπίο που συχνά αναζητά το γρήγορο και το μαζικό, το σέσκουλο παραμένει μια καλλιέργεια που στηρίζεται στη συνέπεια, στην επαφή με την αγορά και στη σχέση με το χωράφι. Και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, εξακολουθεί να βρίσκει τη θέση της.