Η ευρωπαϊκή τροφική αλυσίδα παραμένει εδώ και χρόνια ένας «ανισότιμος αγώνας»: από τη μία πλευρά μεγάλοι αγοραστές και ισχυρές αλυσίδες, από την άλλη μικροί παραγωγοί και προμηθευτές που συχνά δεν διαθέτουν την ίδια διαπραγματευτική δύναμη. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (UTPs) – συμπεριφορές που αποκλίνουν από την ορθή εμπορική πρακτική και παραβιάζουν την καλή πίστη – εμφανίζονται συχνά, αφήνοντας τους παραγωγούς εκτεθειμένους.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε την Οδηγία 2019/633, θέτοντας υποχρεωτικούς κανόνες που απαγορεύουν συγκεκριμένες πρακτικές εις βάρος αγροτών και μικρομεσαίων προμηθευτών και επιδιώκουν ένα πιο δίκαιο και διαφανές σύστημα στην τροφική αλυσίδα. Τον Δεκέμβριο του 2024, η ΕΕ ανακοίνωσε και νέα μέτρα για την περαιτέρω ενίσχυση της θέσης των παραγωγών και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών στην αγορά.
Τι είναι οι Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές (UTPs)
Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εμφανίζονται στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και αποτελούν συμπεριφορές που αποκλίνουν από την ορθή εμπορική πρακτική, παραβιάζουν την καλή πίστη και εκμεταλλεύονται την ανισορροπία ισχύος στην τροφική αλυσίδα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι οι μικροί παραγωγοί και προμηθευτές δεν διαθέτουν συχνά την απαραίτητη διαπραγματευτική δύναμη για να προστατευτούν απέναντι σε μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους — γεγονός που επιτρέπει την εμφάνιση τέτοιων πρακτικών.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανισορροπίες, η ΕΕ προχώρησε στην υιοθέτηση της Οδηγίας 2019/633 στις 17 Απριλίου 2019. Τα κράτη μέλη όφειλαν να την ενσωματώσουν στη νομοθεσία τους έως την 1η Μαΐου 2021 και να την εφαρμόσουν έξι μήνες αργότερα. Η Οδηγία εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική διακυβέρνησης της ΕΕ που αποσκοπεί σε πιο αποτελεσματική και δίκαιη τροφική αλυσίδα, με ενισχυμένη συνεργασία παραγωγών και μεγαλύτερη διαφάνεια στην αγορά.
Οι 16 Αθέμιτες Πρακτικές στην Τροφική Αλυσίδα
Η Οδηγία 2019/633 καθορίζει συνολικά δεκαέξι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι οποίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις λεγόμενες «μαύρες», που απαγορεύονται χωρίς καμία εξαίρεση, και τις «γκρίζες», οι οποίες επιτρέπονται μόνο όταν υπάρχει σαφής και προηγούμενη συμφωνία ανάμεσα στον προμηθευτή και τον αγοραστή.
Οι «μαύρες» πρακτικές περιλαμβάνουν καθυστερημένες πληρωμές πέραν των 30 ημερών για ευπαθή αγροτικά και τρόφιμα ή πέραν των 60 ημερών για τα υπόλοιπα προϊόντα, ακυρώσεις παραγγελιών ευπαθών προϊόντων μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μονομερείς αλλαγές σε συμφωνίες από τον αγοραστή και πληρωμές που δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη συναλλαγή. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται η μεταφορά του κινδύνου αλλοίωσης ή απώλειας στον προμηθευτή, η άρνηση γραπτής επιβεβαίωσης μιας συμφωνίας όταν ζητείται, η κακή χρήση εμπορικών μυστικών, τα εμπορικά αντίποινα και η μεταφορά στον προμηθευτή του κόστους εξέτασης παραπόνων πελατών.
Οι «γκρίζες» πρακτικές, που επιτρέπονται μόνο με σαφή και προγενέστερη συμφωνία, περιλαμβάνουν την επιστροφή απούλητων προϊόντων, τη χρέωση των προμηθευτών για στοκ, τοποθέτηση και καταχώριση προϊόντων, την καταβολή πληρωμών για προωθητικές ενέργειες, μάρκετινγκ ή διαφήμιση, καθώς και την πληρωμή για προσωπικό ή εξοπλισμό του αγοραστή.
Το πλαίσιο αυτό διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης σε όλα τα κράτη μέλη, με στόχο να αντιμετωπίζονται οι συγκεκριμένες πρακτικές ενιαία και δίκαια σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ποιοι Προστατεύονται και Πώς Εφαρμόζεται η Οδηγία στα Κράτη Μέλη
Η Οδηγία 2019/633 έχει ως βασική αποστολή να προστατεύσει τους πιο αδύναμους κρίκους της τροφικής αλυσίδας. Η προστασία καλύπτει κάθε προμηθευτή αγροτικών και τροφίμων με κύκλο εργασιών έως 350 εκατομμύρια ευρώ, εφαρμόζοντας διαφορετικά επίπεδα προστασίας κάτω από αυτό το όριο. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι αγρότες, οι οργανώσεις παραγωγών και οι μικροί ή μεσαίου μεγέθους διανομείς. Η ισχύς της Οδηγίας εκτείνεται και σε εμπορικές σχέσεις όπου μία από τις δύο πλευρές βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρκεί η άλλη να έχει έδρα εντός ΕΕ, εξασφαλίζοντας την ίδια προστασία και σε διασυνοριακές συναλλαγές.
Κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να υιοθετήσουν αυστηρότερα μέτρα από εκείνα που προβλέπει το ενωσιακό πλαίσιο, αλλά δεν μπορούσαν να μειώσουν το επίπεδο προστασίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ενδιάμεση έκθεση για την εφαρμογή της Οδηγίας τον Οκτώβριο του 2021, ενώ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022 όλα τα κράτη μέλη είχαν ολοκληρώσει τη διαδικασία μεταφοράς της στο εθνικό τους δίκαιο. Μια νεότερη έκθεση, συνοδευόμενη από λεπτομερές έγγραφο εργασίας, δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2024 και παρουσιάζει αναλυτικά τις επιλογές εφαρμογής που υιοθέτησαν τα 27 κράτη μέλη.
Ποιος Ελέγχει τις Παραβάσεις
Κάθε κράτος μέλος έχει ορίσει μια αρμόδια αρχή για την εποπτεία της εφαρμογής της Οδηγίας. Οι αρχές αυτές διαθέτουν την εξουσία να διεξάγουν έρευνες και να επιβάλλουν πρόστιμα σε επιχειρήσεις που παραβιάζουν τους κανόνες. Ταυτόχρονα, έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να εντοπίζουν παραβάσεις και να επεμβαίνουν αποτελεσματικά, διασφαλίζοντας ότι οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αντιμετωπίζονται με συνέπεια σε κάθε κράτος μέλος.
Η Επόμενη Μέρα για τους Παραγωγούς
Η προσπάθεια για πιο δίκαιους κανόνες στην αγροδιατροφική αλυσίδα έχει έναν βασικό στόχο – να στηρίξει όσους βρίσκονται στο πιο ευάλωτο σημείο της αγοράς, ώστε να μη μένουν εκτεθειμένοι απέναντι σε πρακτικές που μπορούν να τους πιέσουν ή να τους φέρουν σε μειονεκτική θέση.
Το μεγάλο στοίχημα είναι αυτές οι προσπάθειες να μη μένουν στη θεωρία, αλλά να εφαρμόζονται στην πράξη, ώστε κάθε συναλλαγή να γίνεται με καθαρούς όρους και με τον σεβασμό που αξίζει η δουλειά του παραγωγού. Μόνο έτσι μπορεί η αγορά να γίνει πιο ισορροπημένη και πιο δίκαιη για όλους τους κρίκους της αλυσίδας.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή