Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των αγροτικών αγορών (Short-Term Outlook 2025) αποτυπώνει μια ευρωπαϊκή αγορά γάλακτος που διατηρεί μια εύθραυστη ισορροπία. Οι τιμές του νωπού γάλακτος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, στηριζόμενες στη σταθερή ζήτηση του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων, ενώ οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες σε πολλές χώρες βελτίωσαν τη διαθεσιμότητα χορτονομής και περιόρισαν το κόστος παραγωγής.
Παρά τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου, οι αυξημένες αποδόσεις και η βελτιωμένη σύσταση του γάλακτος ενισχύουν τη συνολική προσφορά, δημιουργώντας ένα περιβάλλον σχετικής σταθερότητας. Ωστόσο, οι επιπτώσεις ζωονόσων και οι διαφοροποιημένες τάσεις σε βασικές γαλακτοπαραγωγικές χώρες υπενθυμίζουν ότι ο τομέας λειτουργεί ακόμη μέσα σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας.
Σταθερή προσφορά γάλακτος παρά τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου
Οι παραδόσεις γάλακτος στην ΕΕ αναμένεται να παραμείνουν σε σταθερά επίπεδα μέσα στο 2025. Αν και ο αριθμός των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής συνεχίζει να μειώνεται (-1% μετά τη μεγάλη πτώση του 2024), η παραγωγικότητα αντισταθμίζει τις απώλειες. Η αύξηση της γαλακτοπαραγωγής ανά ζώο (+1,2%), αλλά και η ελαφρά βελτίωση στη σύσταση γάλακτος—με υψηλότερα λιπαρά (+0,2%) και πρωτεΐνη (+0,1%)—οδηγούν σε συνολικά σταθερή διαθεσιμότητα γαλακτοκομικής ύλης για τη μεταποίηση. Καθοριστικό ρόλο παίζει και η καλή κατάσταση των βοσκοτόπων. Οι βροχοπτώσεις και η ανάπτυξη της χορτομάζας ήταν ευνοϊκές στις περισσότερες χώρες, επιτρέποντας καλύτερη διατροφή και μειώνοντας τις πιέσεις στο κόστος ζωοτροφών. Παρότι υπάρχουν τοπικές εξαιρέσεις, η γενική εικόνα δείχνει μια εποχή όπου οι κτηνοτρόφοι έχουν περισσότερα περιθώρια ανάσας σε σχέση με προηγούμενα έτη.
Διαφοροποιήσεις ανά χώρα και αβεβαιότητες από ζωονόσους
Παρά τη συνολική σταθερότητα, η εικόνα στην ΕΕ δεν είναι ομοιογενής. Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο αναμένεται να δουν μείωση στις παραδόσεις γάλακτος, αποτέλεσμα τόσο του κόστους παραγωγής όσο και περιβαλλοντικών περιορισμών. Αντίθετα, η Ιρλανδία εμφανίζει ανοδικές τάσεις χάρη στις ευνοϊκές συνθήκες βόσκησης, ενώ η Πολωνία παραμένει ο «ανερχόμενος παίκτης» της ευρωπαϊκής γαλακτοπαραγωγής: η παραγωγή της αυξήθηκε κατά 3,9% το 2024 χάρη στον εντυπωσιακό ρυθμό βελτίωσης των αποδόσεων.
Ωστόσο, η αστάθεια που προκαλούν οι ζωονόσοι παραμένει σημαντικός παράγοντας: περιστατικά καταρροϊκού πυρετού (BTV) αλλά και κρούσματα αφθώδους πυρετού σε ορισμένες χώρες εντείνουν την αβεβαιότητα για την παραγωγή στο πρώτο μισό του 2025.
Τιμές νωπού γάλακτος: ψηλά και σταθερά
Οι τιμές παραγωγού για το νωπό γάλα παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή δυναμική της αγοράς. Τον Μάιο η μέση τιμή στην ΕΕ διαμορφώθηκε στα 53,3 €/100 κιλά—ποσοστό 28% υψηλότερο από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας—αντικατοπτρίζοντας μια αγορά όπου η ζήτηση από το λιανεμπόριο και τη βιομηχανία παραμένει ισχυρή. Την ίδια στιγμή, η περιορισμένη προσφορά λιπαρών συνεχίζει να στηρίζει την τιμή παραγωγού, ενώ η σταθεροποίηση στις διεθνείς τιμές λιπασμάτων και η καλύτερη εικόνα των βοσκοτόπων μειώνουν μέρος των πιέσεων στο κόστος για τους κτηνοτρόφους.
Παρά το γεγονός ότι οι τιμές ενέργειας διεθνώς παραμένουν ασταθείς, το συνολικό κόστος παραγωγής δείχνει πλέον πιο διαχειρίσιμο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου οι τιμές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα χωρίς να επιβαρύνουν στον ίδιο βαθμό τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών, ενισχύοντας την τάση σταθερότητας που αποτυπώνεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά γάλακτος.
Ένας τομέας που προσαρμόζεται
Η εικόνα που σκιαγραφεί η έκθεση της Κομισιόν αποκαλύπτει έναν γαλακτοκομικό τομέα που, παρά τις πιέσεις, παραμένει αξιοσημείωτα ανθεκτικός. Η προσφορά γάλακτος διατηρείται σταθερή, οι τιμές κινούνται σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου και η καλή διαθεσιμότητα χορτονομής ευνοεί το κόστος παραγωγής. Την ίδια στιγμή, οι ζωονόσοι, οι διαφοροποιήσεις ανά χώρα και ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον υπενθυμίζουν ότι η πορεία του κλάδου δεν είναι δεδομένη.
Για τους κτηνοτρόφους, το 2025 διαμορφώνεται ως μια χρονιά ισορροπίας: από τη μία πλευρά η σταθερότητα των τιμών και οι καλύτερες συνθήκες στις ζωοτροφές, από την άλλη οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το εμπόριο και την υγεία του ζωικού κεφαλαίου. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η προσεκτική διαχείριση, η αξιοποίηση των διαθέσιμων εργαλείων και η παρακολούθηση των εξελίξεων αποτελούν κεντρικά στοιχεία για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του τομέα.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

